Ζωή πες μου λοιπόν
πότε θ’ ανθίσεις;
Πότε με χρώμα τη ψυχή
θα πλημμυρίσεις;
Ποιας άλλης τύχης τα σκοτάδια
θες να θάψεις
και μια στιγμούλα
δε μπορείς να ησυχάσεις;
Ποιας άλλης μοίρας
δρόμους θες να ορίσεις
και δε μπορείς
ούτε εσένα πια ν’ αναγνωρίσεις;
Σε ποιους λαβύρινθους
κουβάρια σ’ οδηγούν
και μπέρδεψαν
τα θέλω μες στο νου.
Ποιος έπλεξε
για σένα κέρινα φτερά
κι όμως σε δίκασε ποτέ
να μη πετάς ψηλά.
Πόσο γαλάζιο ξεχειλίζει
η στιγμή σου
και πόσο γκρίζο
διαφεντεύει τη ψυχή σου.
Ζωή πες μου λοιπόν
τώρα θ’ ανθίσεις
κι Άνοιξη
στους δικούς μου ουρανούς
θα ζωγραφίσεις;