πόσα χιλιόμετρα περπάτησες
σε πυρωμένη γη.
Την άφηνες ξωπίσω σου
κι η μόνη σου παρηγοριά
στην αγκαλιά ένα παιδί.
Η ιδέα του θανάτου
στην επόμενη στροφή
τρεμόπαιζε
πάνω απ’ το κεφάλι σου.
Ξερίζωσαν τη καρδιά
απ’ την αυλή εκείνη
που έπαιζες μικρή.
Κι έμεινες μόνη να κοιτάς
τις φλόγες που τύλιγαν
το βιος και τη ψυχή.
Ξεχνάς..
..τη περιουσία σου,
που βολευόταν ολόκληρη
στη πλάτη σου,
σε ένα σάκο μοναχά.
..εκείνα τα αθώα μάτια
του πεινασμένου σου παιδιού
Ούτε μια σταλιά όνειρο
Δε μπορούσες να το ταΐσεις.
Αναζητούσες
δανεικούς παράδεισους
να χτίσεις απ’ την αρχή
τα κομμάτια σου.
Κι ένιωθες λύπη
που οι άνθρωποι σ’ αρνιόταν
σαν άπλωνες το χέρι
ζητιανεύοντας ψωμί,
ελευθερία..
Το μερτικό σου στη ζωή.
Είχες παράπονο μεγάλο.
Φώναζες
πως γεννήθηκες
σε λάθος εποχή.
Μα πέρασαν τα χρόνια..
κι έπνιξε η λήθη
τη καρδιά
Ξεχνάς Άνθρωπε..
Ξεχνάς..
την ανθρωπιά..
εκείνη που αναζητούσες
στα χρόνια τα παλιά.