Σε έβγαλε ο δρόμος σου, είπες.
Δεν βιαζόσουν, δεν είχες που να πας.
Συντροφιά ζητούσες. Ένα χαμόγελο.
Δεν έχω, σου είπα, μόλις μου τελείωσε.
Αύριο θα αγοράσω.
Έστω.
Κάθησες στο πεζούλι και άρχισες να μετράς.
Πέντε, μου είπες.
Πέντε μήνες χωρίς εκείνη.
Ήσουν ήρεμος. Ακίνητος,αγέρωχος. Σα νεκρός.
Πέταξα λέξεις αδιάφορες προς το μέρος σου. Δεν αντέδρασες.
Σε έσπρωξα τάχα απρόσεκτα μα δεν κουνήθηκες.
Τώρα δεν ανέπνεες.
Το χέρι μου έπεσε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό σου.
Πήγαινες γυρεύοντας.
Ξεχύθηκαν δάκρυα και λυγμοί και τώρα ήσουν ολόκληρος ένα παράπονο.
Τη χάσαμε, μου φώναζες και έβριζες μέσα από τα δόντια σου.
Πήρα το παλτό μου και σ’επιασα από το χέρι.
Έλα , πάμε ν’αγοράσουμε λίγο χαμόγελο.
Κάτι θα’ χει μείνει ανοιχτό.