Κοιτάζω γύρω μου. Πραγματικό μπουρδέλο.
Το σπίτι μου, ναι, χάλι μαύρο, χάος, η ψυχή μου είναι αυτή λέω, στο πάτωμα αραδιασμένη σε μορφή παπουτσιών, περιοδικών, άπλυτων, α να κ εκείνο το στικάκι που είχα χάσει (!), ένα χρησιμοποιημένο patch νικοτίνης με τον οποίο ξεγέλασα τον εξαρτημένο μου εαυτό για μια μέρα.
Νιώθω οργή, απόγνωση, δε βλέπω μέλλον στο βάθος, μαυρίζω, βαλτώνω. Όλα αυτά: Βρασμένα υπομονετικά στους 36.8 βαθμούς μέσα μου, 2-3 μήνες και στο τέλος, να, ένα στυλό και ένα λευκό χαρτί. Εμπρός, γράφε.
Γύρισα πλευρό, είμαι ποτήρι λέω που ξεχείλισε και αυτή η τελευταία κουταλιά έγινε η σταγόνα που ξέφυγε και αρχίζει να πέφτει αλλά ποτέ μα ποτέ δε φτάνει στον προορισμό της: Γίνεται λέξεις, αυτές εδώ τις λέξεις. Μη γελιέσαι, σταγόνες διαβάζεις τώρα, αυτές μιας ακόμη υπέροχης καταιγίδας.
Θα σκάσω, θα στα πω κι ας μη σε ξέρω. Γδύνομαι μπροστά σου, ανάβεις τσιγάρο, χαμογελάς, κρυώνεις λίγο, μα τι μήνας κι αυτός, με κοιτάζεις. Στο απέναντι μπαλκόνι κάποιος στολίζει τη θλίψη του για ακόμη μια χρονιά. Στερεώνει και αστέρι στην κορυφή. Εκεί της θλίψης.
Χάνω ύπνο τώρα για αυτό, και έχω κι ένα πόνο στον καρπό που δε με αφήνει να συνεχίσω για πολύ ακόμη. Αλλά,
μείνε, μείνε λίγο ακόμη, οι πρόλογοι έχουν πάντα το ρίγος του ανεξερεύνητου «μα τι θέλει να μου πει» σκέφτεσαι. Απλά,
μείνε.
Υ.Γ Το τσιγάρο, το στυλό, η σύριγγα, κοίτα να δεις πώς μοιάζουν τα άτιμα, στο κράτημα, στο χέρι, στο παραμύθι, στις λυρικές καταλήξεις.