Ώρα 4 το πρωί. Και απόψε βυθισμένη σε σκέψεις. Καθισμένη σε μια γωνιά του δωματίου. Ακούγοντας την ίδια καταθλιπτική μουσική. Με την ίδια καμπουριασμένη στάση στο σώμα της.

Με ένα τσιγάρο κρατημένο, καπνίζοντας με την ίδια μανία και το ίδιο τρέμουλο στο χέρι.

Καμιά ελπίδα, καμιά χαραμάδα φως δεν υπήρχαν στη ζωή της. Μόνο τάσεις φυγής.

Το θέαμα κάθε βράδυ γινόταν όλο και πιο αποκρουστικό.

Η ίδια παρέμενε εκεί. Πιστή στο ραντεβού της.

Χαμένη σε σκέψεις. Σκέψεις βαμμένες με τα πιο μελανά χρώματα.

Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται. Δεν άντεχα άλλο να αντικρύζω αυτή την εικόνα.

Όχι! Δεν θα τη λυπηθώ και δεν θα κλάψω μαζί της, σκέφτηκα.

Δεν θέλουν τον οίκτο μας αυτοί οι άνθρωποι.

Με τον οίκτο μου θα την έριχνα εγώ η ίδια στον γκρεμό.

-Ξύπνα! Της φώναξα δυνατά.

Με κοίταξε αδιάφορα και συνέχισε να καπνίζει με τον ίδιο θυμό.

-Ξύπνα! της ξαναφώναξα.

Με κοίταξε πάλι.

Όμως αυτή τη φορά σαν κάτι να ήθελε να πει. Σαν από κάπου να ήθελε να πιαστεί.

-Ξύπνα επιτέλους από αυτόν τον εφιάλτη που σου ξεριζώνει κάθε μέρα κι από λίγο τη ζωή!

Δεν τον βλέπεις;

Περιμένει εκεί. Στην άκρη του δωματίου.

Με ύφος αμείλικτο και με μια δόση θυμού στο βλέμμα, ώσπου να βρει την κατάλληλη στιγμή, για να σου ρίξει τα δίχτυα του.

Περιμένει για εκείνη την ευάλωτη στιγμή σου.

Κι αφού σε παγιδέψει καλά καλά, θα αρχίσει να σου ρουφάει ένα ένα τα όνειρα.

Αργά. Βασανιστικά. Ανελέητα.

Κι εσύ; Τί κάνεις εσύ;

Κάθεσαι στη φωλιά σου και τα υπομένεις όλα.

Μένεις άπραγη. Αδύναμη.

Γίνεσαι συνένοχη του εγκλήματος.

Γιατί συνενοχή λέγεται γλυκιά μου όταν επιτρέπουμε εμείς οι ίδιοι να μας κλέβουν τα όνειρα.

Γι’αυτό ξύπνα! Ξύπνα από αυτόν τον εφιάλτη που σου στοιχειώνει τη ζωή.

Χαμογέλα! Ονειρέψου! Ζήσε!

Κι αν όλα αυτά έχουν γκρεμιστεί, ξεκίνα αμέσως να τα χτίζεις ένα προς ένα απ’την αρχή!

Εσύ τα γκρέμισες , εσύ θα τα ξαναχτίσεις!

Κανείς δεν μπορεί να μας τα στερήσει χωρίς τη δική μας συγκατάθεση.

Αμέσως γύρισε το πρόσωπό της και χαμογέλασε δειλά.

Με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα του δισταγμού και της κατανόησης ταυτόχρονα.

 

-Τί με κοιτάς έτσι δειλά; της είπα.

 

Είναι μικρή η ζωή για να δειλιάζουμε και να κάνουμε δεύτερες σκέψεις.

Ξεκίνα τώρα λοιπόν. Από το μηδέν. Βήμα-βήμα, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι.

Και άρχισε από το χαμόγελο. Χαμογέλα! Με όλη σου την ψυχή!

Το χαμόγελο φτιάχνει και τα όνειρα και τις ζωές.

Κάνει τα όνειρα να μοιάζουν αληθινά και τις ζωές πιο φωτεινές.

Αμέσως, το πρόσωπό της έλαμψε.

Η όψη του – γαλήνια πια – άφησε πίσω της κάθε μιζέρια και θυμό.

Τότε, με πλησίασε και μου είπε χαμηλόφωνα:

”Σ’ευχαριστώ! Δεν έβρισκα ποτέ τη δύναμη ως τώρα να παλέψω μονάχη.

Έναν τέτοιο άνθρωπο χρειαζόμουν.

Που θα μπορέσει να με βγάλει από το μαρτύριο μες στο οποίο ήμουν καιρό παγιδευμένη.”

Της χαμογέλασα, κρατώντας της σφιχτά το χέρι και της είπα:

Πολλές φορές, γλυκιά μου, η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια.

Μας δοκιμάζει και στα καλά και στα άσχημα.

Μας ρίχνει εκεί, σε μια γωνιά, μόνους και έρημους για να δει αν τα καταφέρουμε μονάχοι.

Παίρνει μαζί της κάθε άγγελο και κάθε από μηχανής Θεό και μας εγκαταλείπει.

Δοκιμάζει τις αντοχές μας.

Μας περνάει από 40 κύματα μέχρι να διαπιστώσει το πόσο δυνατοί είμαστε.

Έτσι είναι η ζωή!

Δεν το’ξερες;

Ο πιο σκληρός κριτής!

Θα σου πω τώρα ένα μυστικό.

Κάτι που θέλω να βάλεις καλά στο μυαλό.

”Μπορεί όμως να γίνει και το πιο συναρπαστικό και αξέχαστο παιχνίδι που έχεις παίξει ποτέ.

Υπό έναν όρο.

Πρέπει να μάθεις να το παίζεις καλά.

Με τους δικούς του κανόνες.”