Charles Bradley
Charles Bradley: Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Τον Charles Bradley τον ανακάλυψα ενώ παρακολουθούσα το Suits, σειρά η οποία έχει χαρίσει μουσικά διαμάντια. Αυτό που με έκανε να τον προσέξω, ήταν η χαρακτηριστική soul φωνή του, παλαιάς κοπής, που θυμίζει προηγούμενες δεκαετίες με έντονες funk πινελιές. Μοιάζει αρκετά με του James Brown, αλλά αυτό στην περίπτωσή του ήταν ευεργετικό, καθώς ήταν η αιτία να τον ανακαλύψουν, αν και κάπως αργά, μιας και ο πρώτος προσωπικός του δίσκος “No Time For Dreaming” βγήκε το 2011 από την Daptone Records, σε ηλικία 62 ετών. Αλλά είπαμε, κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Ένας δίσκος που πήρε εξαιρετικές κριτικές και το περιοδικό Rolling Stone τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τους καλύτερους δίσκους του 2011. Το πρώτο τραγούδι του δίσκου The World (Is Coming Up In Flames) ξεχωρίζει και νομίζω δίνει ξεκάθαρα, ένα στίγμα για το ποιος είναι ο Bradley και τι μπορεί να κάνει. Όταν είδε το βίντεο του τραγουδιού πρώτη φορά έκανε σαν μικρό παιδί απ’ τη χαρά του. Είχε τη χαρά ενός ανθρώπου που έβλεπε το όνειρό του επιτέλους να παίρνει σάρκα και οστά. Ένα όνειρο που κυνηγούσε από το 1965.
Η διαδρομή μέχρι να πραγματοποιήσει το όνειρο του δεν ήταν εύκολη. Η ιστορία του είναι γεμάτη δυσκολίες, πολλά κλισέ αλλά και μια τραγωδία…
Ο Charles Bradley γεννήθηκε το 1948 και μεγάλωσε με τη γιαγιά του, καθώς η μητέρα του τον είχε εγκαταλείψει από 8 μηνών. Επανεμφανίστηκε στη ζωή του στην ηλικία των 8 και τον πήρε να ζήσει μαζί στο Brooklyn. Κάπου εκεί είδε για πρώτη φορά παράσταση του James Brown και άρχισε να τον μιμείται στο σπίτι. Στα 14 το σκάει από το σπίτι, γιατί δεν άντεχε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και για λίγο βρίσκει καταφύγιο σε βαγόνια τραίνου. Έπειτα μέσω ενός κρατικού προγράμματος μαθαίνει να μαγειρεύει και πιάνει δουλειά στο Maine. Εκεί οι συνάδελφοι του τον παρότρυναν να τραγουδήσει εξαιτίας της ομοιότητάς ρου με τον James Brown. Αφού ξεπέρασε το φόβο του, έπαιξε λίγες φορές με μια μπάντα, μέχρι που εκείνοι έφυγαν για το Βιετνάμ. Συνέχισε να εργάζεται ως μάγειρας για τα επόμενα 10 χρόνια, ώσπου εγκατέλειψε το Maine με ωτοστόπ και κατέληξε στην Καλιφόρνια το 1977, όπου έμεινε για είκοσι χρόνια κάνοντας διάφορες δουλειές και δίνοντας κάποιες παραστάσεις.
Το 1996 επιστρέφει στο Brooklyn για μια νέα αρχή, αλλά και πάλι περνά δύσκολα. Παραλίγο να πεθάνει εξαιτίας λανθασμένης φαρμακευτικής αγωγής και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια τραγωδία του χτυπάει την πόρτα καθώς δολοφονείται ο αδερφός του στον οποίο είχε αδυναμία και εκείνος γράφει αυτό:
Παρ όλα αυτά συνεχίζει να δίνει παραστάσεις μιμούμενος τον James Brown. Σε μια από αυτές τις παραστάσεις τον ανακαλύπτει ο Gabriel Roth συνιδρυτής της Daptone Records, o οποίος τον συστήνει στον Tom Brenneck των Menahan Street Band και μελλοντικό παραγωγό του. Κάπως έτσι ο μάγειρας του Maine, κατάφερε αρχικά να ανοίγει τις συναυλίες της Sharon Jones και να κυκλοφορήσει τον δίσκο του. Το 2013 κυκλοφόρησε και ο δεύτερος δίσκος του με τίτλο Victim Of Love.
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η ιστορία του Charles Bradley, όπως ο ίδιος τη διηγήθηκε στο ντοκιμαντέρ Charles Bradley: The Soul Of America. (H ταινία προβλήθηκε και στην Ελλάδα στο πλαίσιο του In-Edit Festival)
Ένα ντοκιμαντέρ που ζει μαζί με τον τραγουδιστή τους τελευταίους μήνες πριν την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου του. Μέσα από την κάμερα, βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει ζήσει πολλά, αλλά μέσα απ’ όλα αυτά έμαθε ποιος πραγματικά είναι και τι είναι αυτό που θέλει. Όχι μόνο να πραγματοποιήσει ένα όνειρο που κυνηγούσε σχεδόν για πενήντα χρόνια, αλλά και να ζήσει μέσα από αυτό. Για αυτό λοιπόν και δεν θα δεις μια «ντίβα», αλλά έναν άνθρωπο που θέλει απλώς να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του και να ξεφύγει από το τέλμα που ζούσε σχεδόν από τη μέρα που γεννήθηκε. Έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά πιστεύω ότι ο Charles Bradley ήρθε για να μείνει….