«Είναι τόσο ωραία εδώ, τόσο ήρεμα… Όσο και αν προσπαθώ να αποφύγω το κλισέ του «σταμάτησε ο χρόνος», δεν τα καταφέρνω»
Κοιτούσες τα δένδρα που εκτελούσαν εκείνη τη σχεδόν υπνωτική παλινδρομική κίνηση παίζοντας με τον ήλιο που κρυβόταν στα κλαδιά.
Και τον ακολουθούσες αυτόν τον ήλιο, ήσουν και εσύ ένα με τα δέντρα. Σε κοιτούσα από μακριά να κινείσαι τόσο απαλά, χαμογέλασα και σε μια ριπή του χρόνου συνειδητοποίησα πόσο σε αγαπώ.
«BSOD φίλε. BSOD – και σκέψου μια κατάσταση στην οποία τα λειτουργικά σταματούν να δουλεύουν, κάθεσαι σα βλάκας και κοιτάς ένα Error Code. Φαντάσου ότι εκείνη τη στιγμή που κάτι έγινε, να γύριζες στο DOS και είχες την άπειρη επεξεργαστική ισχύ στα χέρια σου. Και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Απολύτως τίποτα. Τόση μνήμη, τόσα εκατομμύρια πράξεις στο δευτερόλεπτο χαμένα σε μια στατική κατάσταση. Και ταλαντεύεσαι μεταξύ της απλότητας και της απέραντης δύναμης που δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις. Ή, που δεν έχεις τρόπο να ξεκλειδώσεις. Έτσι νιώθω φίλε, έτσι νιώθω. Δε θα μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα».
Έφυγα μακριά. Την τελευταία νύχτα που χωρίσαμε με τη Χριστίνα μου τραγουδούσε το Whisper του Slovo. Τη ρώτησα «ακόμη δεν το βαρέθηκες ; Μας κάνει παρέα τόσες νύχτες» Δεν με άκουγε.
Την ξαναείδα τυχαία στη Θεσσαλονίκη. Καθόμουν στην προκυμαία και έκλεινα τα μάτια καδράροντας τα καράβια στο υπερπέραν. Γελούσα με εκείνη τη σκηνή από εκείνη την ταινία του Αγγελόπουλου. «Παιδιά, όταν στρίψει το καράβι κάντε μου αναπάντητη να ξαναμπώ στην αίθουσα – πάω για τσιγάρο».
«Έλα δω»
Με φίλησε τόσο δυνατά που πόνεσα. Μπήκε μέσα σε εκείνο το μπλε σαραβαλάκι και χάθηκε μέσα στην κίνηση. Δεν προσπάθησα να βάλω τίποτα στη θέση του. Άφησα τα πάντα, όλες τις σκέψεις μου σκόρπιες. Δεν πείραξα τίποτα.
Για άλλη μια φορά εντυπωσιάστηκα με το πόσο σκληρός μπορώ να γίνω. Πρώτα με εμένα, μετά με όλο τον κόσμο. Δεν είχε καμία σχέση με μηχανισμούς αυτοπροστασίας. Είχε να κάνει με τη διατήρηση ενός κενού που μου επέτρεπε να παραμένω σε όρθια στάση. Μια τόσο περίτεχνη κατάρα: Οτιδήποτε μπει μέσα μου, οτιδήποτε φωλιάσει, γεμίζει αυτό το κενό και με γονατίζει.
Στην Εθνική σκεφτόμουν αυτό που είχε ξεστομίσει ο πατέρας μου σε μια στιγμή πρωτοφανούς διαύγειας:
To κορσάκι πάλευε με τη βροχή και την ερημιά της απέραντης ευθείας γυρισμού. Γέρασε μαζί μου, ορίζοντας άλλη μια εναλλακτική λογική μέτρησης χρόνου: Χιλιόμετρα.
Χαμογέλασα – όχι από χαρά. Σκέφτηκα το «μόνο σε μένα συμβαίνουν αυτά» για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα το προσέθεσα σε μια συγκεντρωτική καμπύλη υπαρξιακής μοναδικότητας και χάθηκε.
Όσο οδηγούσα φανταζόμουν τις προοπτικές, τα δένδρα αποφάσεων. Όλοι σε μια πορεία βαδίζουμε, άλλοτε προβλέψιμη, άλλοτε λιγότερο προβλέψιμη. Αλλά είναι αυτές οι στάσεις που σε χαζεύουν στο τέλος και πετάγεσαι από το αυτοκίνητο και ψάχνεις λάκκο να θαφτείς.
Είναι το υπερσύνολο των «δε γίνεται» , «δεν υπάρχεις», «όχι».
Αμπελοφιλοσοφία της οδήγησης – που διακόπτεται συνεχώς από το gps του κινητού:
«Οδηγείτε πάνω από το όριο ταχύτητας»
«Σκάσε»
Βγήκα έξω από το παράθυρο και κοιτούσα τον εαυτό μου να οδηγεί μέσα στη βροχή. Πόσο παλαβός μπορεί να είναι κάποιος που συνομιλεί με το κινητό του ;
Ε71, καλή παρεούλα στην Εθνική.
Σταμάτησα σε ένα παρακμιακό μαγαζί φορτηγατζήδων (νομίζω, στο 92ο ) και λοιπών φαντασμάτων της Εθνικής και ξαναβγήκα πάλι έξω από το σώμα μου. Πού πάμε όλοι οι παλαβοί, τι ψάχνουμε μέσα στη νύχτα, γιατί κοιτάμε όλοι αποχαυνωμένοι το τσουλί που μπήκε με τον εξηντάρη, γιατί ο χαλβάς φαρσάλων ανεβαίνει 20 λεπτά σε κάθε ταξίδι.
Θα ήθελα να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις. Και η αλήθεια είναι ότι άρχισα να βαριέμαι τη φωνή του GPS – ήθελα κάτι πιο διαδραστικό. Να προχωρήσω τη σκέψη, να ακούσω κάτι άλλο. Μίσησα τον εαυτό μου γιατί και μόνο η σκέψη ακούστηκε τόσο εγωιστική – και ήταν.
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι μου αξίζει να είμαι μόνος. Όρισα το λάθος, όρισα την τιμωρία. Σκόνταψα πάλι στη κάλυψη μιας ανάγκης. Από την άλλη μέσα σε αυτή την καταιγίδα παράνοιας, χάρηκα συνειδητοποιώντας ότι στο τελευταίο μου διήγημα αποδόμησα κάθε τι καλό που είχε αποδοθεί (από τους άλλους) στη μέχρι τότε ζωή μου. Τσαλάκωσα αβίαστα μια καλή (με την έννοια του «ορθολογικού»), εικόνα. Έβαλα τα πράγματα στη θέση τους, μόνος μου.
Μα τι πρόοδος, αν σκεφτείς ότι το πρώτο μου διήγημα το έγραψα για να ρίξω γκόμενα.
Τι βλάκας.
Η πόρτα έκλεισε, η υαλοκαθαριστήρες άρχισαν ξανά την παλινδρόμησή τους.
«Οδηγείτε πάνω από το όριο ταχύτητας»
«Σκάσε»