Σ’ αγαπούσα χθες βράδυ. Όλη τη νύχτα, η καρδιά μου δούλευε ακατάπαυστα.

 

Ο λαμπτήρας του υπνοδωματίου κάηκε στις τέσσερις το ξημέρωμα. Άκουσα δυο τρία μπλουζ. Το ένα, σίγουρα, είχε γραφτεί νύχτα. Το άλλο σου έμοιαζε. Το τρίτο ήταν υπερβολή.

 

Τράβηξα τις βαλίτσες και χώθηκα κάτω από το κρεβάτι. Το βρήκα καλή ιδέα. Καλύτερη απ’ το να κλειστώ σε μπαρ παντοτινά. Τα τσογλάνια οι μπάρμεν δεν κερνούν ούτε μια μπίρα στο όνομά σου. Εκστασιάζονται να πετούν τους θαμώνες νεκρούς απ’ τη μπάρα. Με τη μέθη να γυαλίζει στα μάτια τους.

 

Έσκισα το ύφασμα με τον χαρτοκόπτη. Δυο στρώματα έρωτα κι ανάμεσα εσύ. Με ελατήρια στην κοιλιά και βαμβάκια στο στόμα.

 

Έπεσες αθόρυβα, στα πλακάκια. Σαν τελευταία απελπισία.