Oνείρων αναπόλησης πράξη πρώτη
Κεκλεισμένων ομάτων έβαφα τoν τοίχο μπλε
με πινέλα που είχαν κάτι απ το χρώμα σου.
Αλογότριχες βαμμένες κόκκινες και ένα κίτρινο να
τρέχει ασταμάτητα απ’ τη γυρμένη παλέτα
και να ξεδιπλώνει σκιές στα πατώματα.
Λεκές από γράσο δίπλα σ’ έναν πίνακα του Γκόγια.
Φωτογραφίες ανθρώπων που κυμαίνονται ανάμεσα
σε οριακές αποχρώσεις.
Βλέμματα που διαλέγουν να αποστρέφονται.
Έβαψα τον τοίχο μπλε
και ξήλωσα τα γυάλινα πατώματα.
Κυνηγός φαντασμάτων σε παραλήρημα σκιών
και κατατρεγμένων καλλιτεχνικών εκφράσεων.
Ονείρων αναπόλησης πραξη δεύτερη
Μπερδέυτηκα ανάμεσα σε λαβύρινθους συνειδήσεων
και βούρκωσα μ’ έναν τρόπο που θυμίζει το πράσινο.
Έπαιξα με την νηνεμία των ήχων,
την ένταση των βλεμμάτων.
Χρωμάτισα μια λίμνη στη μέση του κενού μου,
μια γυναίκα να σφαδάζει
και ένα σιδερένιο κρεβάτι.
Σχέσεις ενοχής.
Το παράθυρο κοιτάει στη θάλασσα.
Το άπειρο υπόσχεται κι εγώ εκλαμβάνω.
Το ιώδιο φθείρει τους φρεσκοβαμμένους τοίχους,
η άπνοια υγραίνει τα χρώματα.
Κολλάει το σπίτι.
Μια γυάλα με βότσαλα αγαπάει το γκρίζο,
ένας χαμαιλέοντας κείτεται στο ξύλινο έπιπλο,
ένα ποτήρι τσάι εναλλάσει τις διαθέσεις του
και ένα ρολόι μετράει τα μεγέθη αντιστρόφως αναλογα.
Ονείρων αναπόλησης πράξη τρίτη
Αποκοιμήθηκες.
Κοιτάω από την κλειδαρότρυπα.
Το σπίτι μοσχοβολάει βρασμένη μέντα.
Ο αέρας ψυχραίνει σα να κουβαλάει ολάκερη
την παγερότητα των ανθρώπων.
Σαν ήχοι πένθιμης καμπάνας αντηχούν οι ψίθυροι.
Αιωρούμαι από πάνω σου.
Εσύ ψελίζεις:
δροσιά
Mα ποιός, απάντησε μου, ποιός μπορεί να
παλεύει με στοιχειά παραισθήσεων
λίγο πριν το τέλος;