Περπατώντας χαμένη στις σκέψεις της καθημερινότητας, χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο σπίτι. Στο δικό μας σπίτι. Εκεί που ζήσαμε, ονειρευτήκαμε, κλάψαμε, πονέσαμε, ζήσαμε και πεθάναμε μαζί.

Ήταν ίδιο, σαν να μας περίμενε, σαν να ήλπιζε και αυτό μαζί με εμάς σε κάτι. Κάτι που δεν ξέρω αν λέγεται ελπίδα ή επιθυμία. ‘Νοικιάζεται ένα σπίτι…’ μου είπε κάποιος που έβγαινε από την πόρτα ‘ …είναι πολλά χρόνια ξενοίκιαστο’. Τι παράξενο… δεν με αναγνώρισε. Τόσο πολύ άλλαξα… σκέφτηκα, τόσο πολύ αλλάξαμε! Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στο σαλόνι και ξαφνικά όλα πήραν μορφή.

Τα έπιπλα, οι μυρωδιές μας, η φωνή σου από την κρεβατοκάμαρα… όλα όπως πριν. Και εγώ εκεί, να στέκομαι, να σε κοιτάω και να χαμογελάω ευτυχισμένη με το πάρτυ που έστησαν οι πεθαμένες μνήμες. Στάθηκα στο παράθυρο και κοίταγα την θέα που χαζεύαμε τα πρωινά. Έκλαιγα σαν μικρό παιδί, έκλαιγα τόσο δυνατά που ένιωσα ότι το σπίτι άρχισε να τρίζει σαν να πονάει και αυτό όπως εγώ. Τότε κατάλαβα πως το μόνο που έχω από εσένα είναι αυτό το άψυχο σπίτι, πεθαμένο και εγκαταλελειμμένο και αυτό… όπως εμείς.

Έκλεισα την πόρτα και έφυγα. Το μόνο που υπάρχει πια από εμάς είναι αυτό το πεθαμένο σπίτι που ζητάει να κατοικηθεί ξανά, να ζήσει. Το θέλει πολύ αλλά δεν μπορεί. Το σπίτι δεν μπορεί. Το σπίτι θέλει. Το σπίτι κλαίει. Το σπίτι θυμάται. Το σπίτι… όχι εμείς. Ψέλλισα ένα αντίο και αγκάλιασα το αύριο. Δεν το θέλω πια αυτό το σπίτι, μου προκαλεί μόνο θλίψη και εγώ τελείωσα με την θλίψη. Το σπίτι θα βρει τον δρόμο του όταν βρούμε και εμείς τον δικό μας, και ο δικός μας δρόμος δεν είναι ο ίδιος.

Το σπίτι θυμάται… όχι εγώ, ούτε εσύ.