Το πιο φωτεινό αστέρι, μου’λεγες, είσαι εσύ για μένα!
Τι και αν στην πόλη φωτίζουν εκατομμύρια λαμπιόνια…
Τι και αν έχει ντυθεί με τα γιορτινά και τα ακριβά της…
Το πιο φωτεινό αστέρι είσαι εσύ. Ναι, εσύ! Μην απορείς, έλεγες!
Κάθε φορά που είχα τις μαύρες μου, ήσουν εκεί. Σε έβλεπα.
Στεκόσουν σε μια γωνιά, σιωπηλή, άλλοτε αμήχανη και φώτιζες τις σκοτεινές μου μέρες.
Αμέσως αυτές έπαιρναν τα πιο όμορφα χρώματα, σαν αυτά των πολύχρωμων λαμπιονιών που φωτίζουν κάθε γωνιά της Αθήνας τα Χριστούγεννα.
Εγώ όμως γνώριζα καλά ότι εκείνο το φως που έφεγγε στην πόλη σε τίποτα δεν έμοιαζε με το δικό μου.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό το φως ήταν δικό μου και φώτιζε μόνο τη δική μου γωνιά.
Και τα χρώματα που ανέβλυζαν από αυτό ήταν και αυτά δικά μου. Ολόδικά μου!
Και αυτό με έκανε να τρέμω από φόβο μην το χάσω.
Του φύλαγα πάντα την πιο ζεστή γωνιά για να ξαποστάσει.
Το πρόσεχα σαν τα μάτια μου για να μη σβήσει ποτέ. Να το’χω πάντα κοντά μου.
Για να φωτίζει κάθε μονοπάτι, κάθε σκοτεινό πέρασμα.
Και πιο πολύ για να μένω ήσυχος τα βράδια και να διώχνει κάθε φόβο και ανασφάλεια που κυριεύουν το μυαλό.
Και τα χρώματα του να περιμένουν εκεί καρτερικά για να ζωγραφίσουν κάθε είδους θλίψη.
Γι’αυτό, μου έλεγες, θέλω να είσαι για πάντα αυτό το αστέρι που θα μου θυμίζει τη λάμψη των Χριστουγέννων.
Θα μου υπενθυμίζει κάθε στιγμή, κάθε λεπτό ότι η εποχή αυτή δεν φεύγει ποτέ.
Είναι μέσα μας. Την κουβαλάμε όσο υπάρχει αυτό το αστέρι φωτεινό και δίνει φως στην ψυχή μας.
Και η ψυχή, μου’λεγες, έχει πάντοτε ανάγκη από φως.
Χωρίς αυτό χαραμίζεται και διαβαίνει δρόμους μυστήριους, δύσβατους και ανηφορικούς.
”Κι αν ο κάθε άνθρωπος είχε το δικό του αστέρι; Πόσο φως θα είχαν οι ψυχές μας;” αναρωτήθηκα. ”Τόσο που θα έφτανε για άλλες δυο ζωές, μου απάντησες χαμογελώντας.
Και τότε σκέφτηκα ότι ένα τέτοιο αστέρι θα ήταν το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων για όλους. ”