Θυμάμαι αμυδρά εκείνη τη μέρα. Λίγα στοιχεία της είναι ξεκάθαρα στο μυαλό μου: Ο λαμπρός ήλιος. Οι ξύλινες φθαρμένες καρέκλες της ταβέρνας. Μία πλαστική τέντα, κάποτε άσπρη, να μας προστατεύει από τη ζέστη. Ο δρόμος δίπλα, με πολλή φασαρία και αυτοκίνητα να περνάνε συνεχώς, ταξί, λεωφορεία.

Ήμουν παιδί. Δεν θυμάμαι πόσο, πέντε; Εφτά; Όχι περισσότερο. Βρισκόμασταν με τη μητέρα και την αδελφή μου στο παλιό αεροδρόμιο του Αγίου Κοσμά, αυτό που έκλεισε όταν εκσυγχρονιστήκαμε. Η Ελλάδα ήταν ακόμα χαλαρή χώρα – και τότε, στο δρόμο που από την παραλιακή οδηγούσε στην είσοδο του αερολιμένα, λίγα μέτρα απόσταση από την πύλη του, υπήρχαν ταβέρνες και εστιατόρια. Όχι βέβαια στιλάτα και «υψηλής αισθητικής». Από τα άλλα, τα πολύ ελληνικά. Πώς είναι τώρα στα ΚΤΕΛ μικρών πια και μόνο επαρχιακών πόλεων, όπου δίπλα στην είσοδο του σταθμού υπάρχει ένα κατάστημα που έχει περάσει καλύτερες εποχές, που λειτουργεί από εντροπία ακόμα, από κεκτημένη ταχύτητα, παρά διότι κάποιοι το αγαπούν και το επιλέγουν; Τέτοια ακριβώς ήταν και η ταβέρνα που θυμάμαι. Χαθήκαν τώρα όλα αυτά, έχουμε αποκτήσει άλλη αισθητική, δεν ταιριάζουν οι ταβέρνες στα αεροδρόμια και βέβαια δεν μπορείς, για λόγους ασφαλείας, να έχεις μαγαζιά κοντά στην είσοδο τους. Άλλες εποχές, υποτίθεται πιο ασφαλείς και πιο αναβαθμισμένες (και γιατί τότε αισθάνομαι πιο ανασφαλής και πιο περιτριγυρισμένος από ασχήμια;). 

Επιστρέφαμε από ταξίδι, δεν θυμάμαι από πού. Η μνήμη μου, όσο και αν προσπαθώ, δεν μπορεί να με βοηθήσει, έχει άλλα καταγράψει από εκείνο το καλοκαιρινό πρωί. Πώς καθήσαμε σε ένα τραπέζι κάτω από την τέντα της ταβέρνας, πώς ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες, πώς ένας δουλοπρεπής κύριος, μεγάλος σε ηλικία, έτρεξε, όταν μας είδε να πλησιάζουμε, να μας υποδεχτεί και να μας δείξει τραπέζι για να καθήσουμε. Η μαμά μου παράγγειλε. Ήταν βαρύ το κλίμα, υπήρχε μία αίσθηση φόβου. Πιθανώς γυρίζαμε από κάπου που είχε χάσει τη δουλειά της και δεν ήξερε τι θα κάνει, ίσως δεν είχε κανένα στην Αθήνα να τη βοηθήσει… πού θα μέναμε, τι θα γινόταν; Ήταν συχνές τέτοιες αβέβαιες στιγμές για την οικογένειά μας. Όπως και για πολλούς άλλους εκείνη την εποχή.

Είχε έρθει το φαγητό μας και οι τρεις μας τρώγαμε σιωπηλά. Προτού περάσουν πέντε λεπτά, την είδα. Μία αηδιαστική, στα μάτια μου, χοντρή γυναίκα μας πλησίαζε από μακριά. Φορούσε σκισμένη φούστα, στερεωμένη με σχοινί μπουγάδας στη μέση της, όσο δεν πάει άλλο λερωμένη, όπως και η μακό λευκή μπλούζα της. Τα μαλλιά της, λες και ήταν ψαλιδισμένα και μπλεγμένα από τη βρωμιά. Χαμογελούσε με χαζομάρα. Μας κοιτούσε με ελπίδα καθώς μας πλησίαζε για να ζητιανέψει (ναι, ναι, τότε υπήρχαν επαίτες μόλις 100 μέτρα από την είσοδο του αεροδρομίου –  δίπλα στους αστυνόμους). Πιο έντονα από οτιδήποτε, έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου τα πόδια της, που τα έβλεπα καλύτερα όπως πλησίαζε. Φορούσε σαγιονάρες. Ήταν τα πόδια ενός άστεγου. Μαύρα από τη βρώμα, με κρούστα στα πέλματα, τραυματισμένα κίτρινα νύχια και καύκαλα από πληγές. Ήθελα να κάνω εμετό.

Με τρόμο είδα την άστεγη να έρχεται προς το τραπέζι μας και να στέκεται από πάνω μας.  Ήταν ακόμα χειρότερη από κοντά. Μύριζε. Μας μίλησε. Στην αρχή και στο τέλος των λέξεών της λαρυγγισμοί και άναρθοι ήχοι. Δεν ήταν στα καλά της και φαινόταν πολύ στην ομιλία της. Ζήτησε κάτι να φάει, νομίζω είπε «δώσε λίγο ψωμί… να φάω…». Ήμουν αηδιασμένος και φοβισμένος. Και ξαφνικά… δυνατές φωνές. Ο σερβιτόρος ερχόταν από το βάθος και φώναζε… «Δεν σου έχω πει να μην ξανάρθεις εδώ; Φύγε! Φύγε! Θα φωνάξω την αστυνομία! Φύγε, θα σου πετάξω καμία καρέκλα, φύγε σου λέω!». Η γυναίκα τινάχτηκε και μας έστρεψε την πλάτη για να φύγει.

Η μητέρα μου πετάχτηκε. «Τι φωνάζεις ρε; τι της φωνάζεις; Με ποιο δικαίωμα; δεν ντρέπεσαι;». Γύρισε προς την γυναίκα και η φωνή της μαλάκωσε: «Έλα εδώ, κάθησε», και της έδειξε ένα τραπέζι δίπλα. Η άστεγη, αργά, μαζεμένα, πλησίασε. Χαμογελούσε με το ηλίθιο χαμόγελο που είχα προλάβει να μισήσω όσο και τα βρωμερά της πόδια. «Έλα, κάθησε, μη φοβάσαι, κάθησε» της είπε λίγο αυστηρά η μαμά μου. Η γυναίκα υπάκουσε.

Ο σερβιτόρος είχε πλησιάσει. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί, έλεγε ότι η γυναίκα ενοχλεί τους πελάτες του, παραφυλάει όταν οι σερβιτόροι δεν είναι μπροστά και ζητιανεύει, ψάχνει τα σκουπίδια, για αυτό τη διώχνει… Η μάνα μου τον σταμάτησε. «Φέρε της να φάει… ένα παστίτσιο, μία σαλάτα και κοκακόλα.». Ο άντρας την κοίταξε σαν να ήταν σε χειρότερη κατάσταση από την άστεγη. «Θα πληρώσω εγώ». «Βεβαίως, βεβαίως» απάντησε εκείνος, γλυκός, με την ίδια δουλοπρέπεια που είχε και όταν μας οδήγησε στο τραπέζι μας. «Αμέσως». Έφυγε. Η μητέρα μου έκατσε πάλι μαζί μας και συνέχισε το φαγητό της. Η γυναίκα, που είχε βιαστεί να κάτσει, χαμογελούσε πλατιά, κουνιόταν μπρος πίσω στην καρέκλα, γελούσε. Είχε ξαναβυθιστεί στον κόσμο της και στην ωραία έκπληξη που της είχε μόλις προσφέρει.

Είχα παγώσει. Ντρεπόμουν τόσο πολύ, ζαλιζόμουν σχεδόν από την αίσθηση της ανηχανίας. Και ένοιωθα τόσο μεγάλη ανακούφιση που το μαγαζί δεν είχε άλλους πελάτες να δουν τα ρεζιλίκια μας. Μισούσα τη μητέρα μου, τη μισούσα. Γιατί έκανε συνέχεια τέτοια πράγματα, γιατί; Φυσικά δεν τόλμησα να πω κουβέντα. Ούτε και εκείνη μίλησε. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, σαν να είχε κάνει το πιο φυσιολογικό και αναμενόμενο πράγμα στο κόσμο, έτρωγε αμίλητη και στεναχωρημένη, χαμένη στις σκέψεις της και την ανησυχία της για το μετά. Το δικό μας το μετά.

Μέχρι να φύγουμε ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ και να μην παρατηρώ την άστεγη να τρώει το παστίτσιο. Μακαρόνια πετάγονταν πάνω στο τραπέζι και την μπλούζα της, μασούσε με ανοιχτό το στόμα και έβλεπα το λιωμένο φαγητό ανάμεσα στα χαλασμένα δόντια της, έκανε ήχους, αρρωστημένους, απόλαυσης. Ήθελα να φύγω, να μην την βλέπω, να την ξεχάσω, να μην είχε έρθει ποτέ. Τελειώσαμε το φαγητό, πληρώσαμε, φύγαμε. Η μητέρα μου δεν άφησε την άστεγη να την ευχαριστήσει.

Δεν έχω ανάμνηση για το τι ακολούθησε. Ποιες περιπέτειες πέρασε η μητέρα μου, τι έκανε, που μείναμε; Αυτά δεν τα θυμάμαι, δεν υπάρχει και αιτία, είμαι εδώ σήμερα, είμαι εντάξει, όλα καλά πήγαν τελικά. Για πολλά πολλά χρόνια, ακόμα και μετά το θάνατο της, θυμόμουν την πράξη της στην ταβέρνα του παλιού αεροδρομίου και το λόγιζα σαν οδυνηρή σκηνή, σαν βαρύ τραύμα. Ήμουν παιδί, δεν ήξερα. Ευτυχώς κάποτε κατάλαβα.Η καρδιά στην αρχή, και ύστερα εγώ.

 

Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι κειμενογράφος και συγγραφέας με συμμετοχή στο συλλογικό έργο «Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός Διηγήματος» (εκδ. Ιανός).