Θόρυβο που κάνουν οι ελπίδες όταν σπάνε…
Όπως κάθε τι,έτσι κι αυτές,έχουν κάποια όρια τελικά.
Το ποιος τα θέτει δε μ΄απασχολεί.
Δε θ΄ασχοληθώ ούτε με τη γενναιότητα,ούτε με τη δειλία του καθενός,
γιατί αυτά είναι που καθορίζουν τα όρια μας και τίποτ΄ άλλο.
Λίγο ο φόβος του δεδομένου
-που είναι χειρότερος απ΄του αγνώστου και του νέου πολλές φορές-,
λίγο το μαράζι μιας αγάπης ξένης που ενστερνίστηκες την ιστορία της,
και λίγο το κατάλευκο ψεύτικο φόντο της αθωότητος
που μαύρισε με τον καιρό από βρώμικα ξένα χέρια
ενώ τα δικά μου ήταν πεντακάθαρα.
Το ‘λίγο’ που έγινε ‘πολύ’, και το ‘πολύ’ που έγινε…’τίποτα’.
Οι ελπίδες χάνονται,και όταν χάνονται,πάντα χάνονται στις δόξες τους.
Μετά επανέρχονται και αναγεννώνται μέσα απ΄τις στάχτες τους.
Αυτή είναι η πιο τρυφερή κατάρα που ΄χει πέσει στον άνθρωπο
εν αγνοία του:
– Πάντα να ελπίζει.
Ο ήχος των ελπίδων είναι οξύς και συνοδεύεται από ηχώ και διάρκεια.
Όχι για να σε τρομάξει και να σ΄εκνευρίσει,αλλά για να σε ξυπνήσει με σκοπό την υπενθύμιση της επαναφοράς των ελπίδων και όχι χτυπώντας σα πένθιμη καμπάνα για το μόνιμο τέλος τους.
Δάγκωσε τα τρεμάμενα χείλη σου αγαπημένε μου εαυτέ,
έχουμε δρόμο ακόμα…