The Great Gatsby, 2013

Του Μπαζ Λούρμαν.

Ο Mπαζ Λούρμαν πιστός στα μεγαλόπνοα κινηματογραφικά του σχέδια αποφασίζει να αναμετρηθεί με το american classic λογοτεχνικό έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τα καταφέρνει μια χαρά.

Ο Νικ Κάραγουεη (Τόμπι Μαγκουάιαρ) μας αφηγείται ως alter ego του συγγραφέα Φιτζέρλαντ την ιστορία ενός μυστηριώδους ανδρός, του Τζέι Γκάτσμπι (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), με τον οποίο υπήρξε γείτονας στην Αμερική των ’20s, της διαφθοράς, της παρακμής των αξιών και του χρηματιστηριακού ξεσπάσματος. Ενός άλλοτε ταπεινού νέου που εξελίχθηκε σε επίτιμο μέλος της κοινωνικής αφρόκρεμας θέτοντάς το ως αυτοσκοπό, γέμισε τις τσέπες του με χρήμα και το σπίτι του με χλιδή, κοσμοσυρροή και πάρτι, αλλά παρέμεινε σχεδόν άδειος στην καρδιά του, προσκολλημένος εμμονικά στον παλιό του έρωτα για την Νταίζη (Κάρει Μάλιγκαν). Η Νταίζη θαμπωμένη από την δίψα για πλούτη και μεγάλη ζωή είναι όμως πια παντρεμένη με τον μπερμπάντη Τομ (Τζόελ Έτζερτον). Ο Νικ θα γνωρίσει τον Γκάτσμπι, θα γίνει ο ίσως μοναδικός πραγματικός του φίλος και θα προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει την προσωπικότητα και την αλήθεια του γινόμενος και τροχός στην ερωτική του ιστορία με την Νταίζη και την ενδεχόμενη αναζωπύρωση της..

 

Ο Λούρμαν δίνει στο φιλμ την δική του σκηνοθετική ταυτότητα. Αυτήν που μας είχε μοστράρει στην κυριολεξία με τα φανταχτερά μιούζικαλ του, “Romeo and Juliet” (1996) και “Μουλέν Ρουζ” (2001). Αυτό που λέμε την “υπογραφή” του. Αρνείται το μιούζικαλ ως είδος σε αυτήν του την δουλειά αλλά δεν το αρνείται ως ρυθμό. Η ταινία χορεύει σε μια μουσικότητα αξιοθαύμαστη, οι χορογραφίες υπάρχουν παντού με μεγάλη λειτουργικότητα και συνέπεια: στις κινήσεις της κάμερας, των ηθοποιών, στο στήσιμο των κάδρων, στην ίδια την εξαιρετική μουσική υπόκρουση της ταινίας που σμίγει το παλιό και το τζαζ με το καινούργιο και τον Κρεγκ Άρμστρονγκ με τον Jay-Z.

 

Η ταινία με μια λέξη μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα: φαντασμαγορική! Όχι με την κακή έννοια. Τα χρώματα εναλλάσσονται σε θερμά και ψυχρά αναλόγως τις σεκάνς, οι σκηνές των πάρτι είναι ένα απίστευτο κινηματογραφικό και οφθαλμολουτρικό…πάρτι, ενώ η αρχική σκηνή των Νικ και Τομ στο μοτέλ παραπέμπει σε ρωμαϊκό όργιο. Η καλλιτεχνική διεύθυνση, τα κοστούμια και το set decoration  είναι γενικώς οργιώδη. Ο σκηνοθέτης επιτυγχάνει την δική του ανάγνωση στο κλασικό αμερικάνικο μυθιστόρημα. Και το κάνει με απόλυτη συνέπεια σε αυτήν την οπτική. Ποπ καλλιγραφίες, μεγαλόστομη κινηματογράφιση που φανερώνει τέτοιον ναρκισσισμό από πλευράς Λούρμαν  ώστε ουσιαστικά να εξισώνει τον εαυτό του με τη ναρκισσιστική πλευρά του χαρακτήρα του Γκάτσμπι. Πρόκειται επί της ουσίας για σκηνοθετικό κατόρθωμα και το πιο φιλόδοξο έργο στην φιλμογραφία του Λούρμαν. Πατάει το γκάζι ή το φρένο ελέγχοντας απολύτως το ρυθμό στην κινηματογραφική μας βόλτα, γίνεται φαντεζί ή ρομαντικά μελλοδρματικός έχοντας το βλέμμα στραμμένο στην ιστορία. Μια ιστορία που κρύβει έναν βαθύ ρομαντισμό όμοιο με αυτόν του κεντρικού χαρακτήρα της.

 

Αυτή η πιο “εκσυγχρονισμένη” ματιά στο έργο έρχεται και δένει τόσο με την αντίστοιχη μίξη στην μουσική επένδυση όπως αναφέρθηκε όσο και με το παρελθόν του δημιουργού, τότε που εκμοντέρνιζε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, πάλι με μπροστάρη του καστ του τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Έναν Ντι Κάπριο που εξελίσσεται σταδιακά σε ηθοποιό που επιλέγεται από σειρά σκηνοθετών για να κρατήσει στις πλάτες του ρόλους ηρώων που υπήρξαν είτε ιστορικά πρόσωπα (Έντγκαρ Χούβερ, Χάουαρντ Χιουζ), είτε μεγάλα πρόσωπα της Λογοτεχνίας (Ρωμαίος, Γκάτσμπι). Και που αποτελεί τον ηθοποιό-σημαιοφόρο τους στις πιο φιλόδοξες δουλειές τους (στον Τιτανικό για τον Τζέιμς Κάμερον, στο Aviator για τον Μάρτιν Σκορσέζε, στο Inception για τον Νόλαν, στον Γκάτσμπι για τον Λούρμαν). Χωρίς να κάνει αυτό που λέμε ερμηνεία ολκής, ο Ντι Κάπριο παίζει τόσο ώστε. Τόσο ώστε να είναι ενίοτε υπερβολικός, τόσο ώστε να είναι θυμωμένος σα να γκρεμίζει μια παρτίδα σκάκι, τόσο ώστε να δημιουργήσει την φυσιογνωμία-γρίφο του Τζέι Γκάτσμπι και να “κουμπώσει” με όλο το υπόλοιπο σύνολο και τον ρυθμό του. Ένα έργο απολύτως ομοιόμορφο και συνεπές ως προς την μορφή, που δεν χάνει το κλασικό του περιεχόμενο παρά το αναγιγνώσκει με έναν διαφορετικό τρόπο. Μετατρέποντας την σκηνή της βόλτας του Γκάτσμπι με τον Νικ στο αυτοκίνητο σε βόλτα στο λούνα παρκ για τον θεατή, δίνοντας χώρο και ένταση σε κοντινά πλάνα στους διαλόγους της έντονης εξέλιξης του δράματος αλλά και με ξέφρενες, ταχύτατου μοντάζ σκηνές πάρτι και χλιδής, χτίζοντας ένα όλο και πιο φιλόδοξο επικών διαστάσεων κινηματογραφικό δημιούργημα που κορυφώνεται παράλληλα με το δράμα στην σκηνή του φινάλε.

 

Ντι Κάπριο και Μαγκουάιαρ έχουν αυθόρμητη χημεία, πιθανότατα λόγω και της φιλίας που τους συνδέει στην ζωή, καθώς στέκουν και ως ισότιμοι χαρακτήρες στο φιλμ. Η εισαγωγή των χαρακτήρων είναι ιδιαιτέρως προσεγμένη για τον καθέναν ξεχωριστά, ειδικά για τον πρωταγωνιστικό, για τον οποίο έχουμε ήδη ακούσει πολλά μέσα στην δράση πριν τον πρωτοσυναντήσουμε, έχοντας ήδη μια εικόνα και μια σχηματισμένη περιέργεια για το ποιος πραγματικά είναι και αν υπάρχει στα αλήθεια. Και αυτό ίσως παραμένει ένα βασικό μα αναπάντητο ερώτημα:

Ποιος είναι ο Τζέι Γκάτσμπι;

 

 

Λούρμαν ή…Λούρμαν. Αν επειδή έχει ζέστη βαριέσαι να ντύνεσαι και να ψάχνεις κανά καλό θερινό ή κανα σινεμά με κλιματισμό, αλλά προτιμάς αυτόν του σπιτιού σου, τότε ρίξε μια ματιά και εδώ:

 

Moulin Rouge, 2001.

του Μπαζ Λούρμαν

Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει μεταξύ άλλων ότι οι άνδρες ερωτεύονται και οι γυναίκες ενθουσιάζονται. Κι ως ένα σημείο η ταινία του Λούρμαν κυλά με βάση αυτήν την άποψη (όχι πως και ο Γκάτσμπι δεν την ενδύεται για να λέμε την αλήθεια). Τον ρόλο του ερωτευμένου αρσενικού κρατά ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ. Και το στυλ, η αισθητική της ταινίας, είναι ό,τι και ο ΜακΓκρέγκορ για τις κοπέλες: χάρμα οφθαλμών. Το μάτι κάνει χάζι με τα πλούσια χρώματα, την εξαίσια φωτογραφία, τα θεσπέσια κοστούμια και σκηνικά. Και το οφθαλμόλουτρο ολοκληρώνεται με την παρουσία της -κοκκινομάλλας εδώ- Νικόλ Κίντμαν στα καλά τα χρόνια της.

 

Ειδική μνεία, μην τυχόν και το ξεχάσω, στις μιούζικαλ διασκευές διάσημων ποπ τραγουδιών της εποχής μας, όπως το “Roxanne” του Στινγκ, το “In the name of love” των U2, το “Smells like teen spirit” των Νιρβάνα και το “Show must go on” των Κουήν. Και το σόου αυτό κάνει. It goes on and on, σε έναν καταιγισμό ασταμάτητου υπερθεάματος παραγωγής και γκλάμουρ. Όσο για την κυρία Κίντμαν, εδώ είναι θεά πραγματική. Φέρνει τον ρόλο στα μέτρα της, παίρνει εκφράσεις τρομερής γοητείας και ναζιού, απελευθερώνει μια αφροδισιακή σαγήνη, μιλά με χαμηλό τόνο στην φωνή, και φυσικά κάνει τον ΜακΓκρέγκορ τον δύσμοιρο να σέρνεται. Τύφλα να’χει ο Τζέι Γκάτσμπι.

 

Για να μπούμε όμως και στα της ταινίας και της δράσης: εδώ αρχικά -και σε όλη περίπου την ταινία- τίθεται το ερώτημα του αν υπάρχει πραγματική αγάπη. Και αν μου πεις, και δεν αντιλέγω, πως το θέμα είναι “touchant”, αλλά και πιασάρικο (“μην την λες αυτήν την λέξη”…) και πως η απάντηση κρύβεται βαθιά μέσα στο συναισθηματικό και κατά πόσο ρομαντικό εσώψυχο του καθενός, δυστυχώς η συνταγή χαλάει…στο σερβίρισμα!

 

Τουτέστιν, οι διάλογοι και το στόρυ θυμίζουν κινούμενα της Ντίσνει, ειδικά αν προσθέσουμε και την υπέρμετρη φαντασμαγορία. Σαν την Ποκαχόντας και την Παναγία των Παρισίων με μέτριο χιούμορ (και ενώ η ταινία στο πρώτο μέρος είναι κομεντί και μετά σοβαρεύει). Η σπιντάτη δε σκηνοθεσία του Λούρμαν σταθερή στο ύφος του. 90S pop videoclip. Αν και τα ντεκόρ αντισταθμίζουν την ενδεχόμενη κενότητα, εδώ το στυλ Λούρμαν μοιάζει να μην κολλάει και τόσο.

 

Για την ιστορία: στο θρυλικό πλέον καμπαρέ “Κόκκινος Μύλος” (λέγε με “Moulin Rouge” γιατί έτσι με ξέρουνε στην παρισινή πιάτσα) καταφτάνει νεαρός συγγραφέας (ναι, ναι, ο Γιούαν) για να ανεβάσει παράσταση. Και καταλήγει φυσικά να ερωτεύεται την πιο όμορφη χορεύτρια (Νικόλ). Στο παιχνίδι μπαίνει και ο πλούσιος δούκας-παραγωγός και ο ΜακΓκρέογκορ εμπνεόμενος από την αληθινή τους ιστορία ξεκινά να γράφει το έργο του. Ο Λούρμαν εδώ κάνει χρήση του εγκιβωτισμού, με έργο μέσα σε έργο, ρίχνοντας και στην πλοκή του λίγες σταγόνες από το θρυλικό (για ποιο λόγο είπαμε;) “Love Story”. Περισσότερα να μην πούμε.

 

Για να κλείσουμε το σημερινό Λούρμαν κατεβατό. Εικαστικά το “Μουλέν Ρουζ” είναι λαμπρό. Με τρικ που γαργαλάνε το μάτι. Πρωταγωνιστές σε επιπρόσθετο ρόλο πέραν του υποκριτικού, καθώς χορεύουν, τραγουδούν και εκπληρώνουν τον σκοπό τους αρτιότερα. Χορογραφίες που θαρρείς πως είναι ο ίδιος ο πυρήνας της υπόθεσης. Εξ ου και σεναριακά δεν μας λέει και πολλά και θυμίζει ελαφρώς ζαχαρωτό από αυτά που δίνονταν κάποια εποχή στην Ζαχαρούπολη τα Χριστούγεννα…

 

O Θανάσης Αγγελόπουλος σπούδασε Mass Communication and media arts/ Film and TV Directing στο Queen Margaret University. Σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία Boy Storyη οποία συμμετείχε στο 18οAthens International Short Film Festival-Νύχτες Πρεμιέρας 2012,  στο 6ο Thessaloniki International Short Film Festival 2012, όπου βραβεύτηκε με το cinematic achievement award και θα συμμετάσχει στο San Francisco Greek Film Festival 2013.

Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο φοιτητικό freepress Καλειδοσκόπιο, στο περιοδικό Λιμάνι καθώς και σε άλλα διαδικτυακά portals.

Θανάσης Αγγελόπουλος on Facebook

Θανάσης Αγγελόπουλος on Twitter