Ποτέ δεν μ’ άρεσαν τα Σάββατα. Όχι από κανένα είδος προκατάληψης ή προσωπικής παραξενιάς, αλλά γιατί το Σάββατο ήταν πάντα για μένα η πιο κουραστική μέρα της εβδομάδας. Πιο κουραστικό και από τις μέρες που είμαι αναγκασμένη να γυρίζω το απόγευμα από μια σειρά εξαντλητικών ραντεβού με πελάτες δύστροπους, ανθρώπους που πιστεύουν πως το καλό γούστο είναι θέμα χρημάτων, πως εγώ ως αρχιτέκτονας θα έπρεπε να είμαι και μάγος για να χωρέσω όλη τη χλιδάτη μιζέρια τους σ’ ένα σπίτι.

Τα Σάββατα όμως περιλαμβάνουν και πρωινή εργασία στο γραφείο για το κλείσιμο εκκρεμοτήτων και επίσκεψη σε κάποια οικοδομή και βόλτα στο σούπερ μάρκετ για τα ψώνια της εβδομάδας, στο καθαριστήριο, αφού τις άλλες μέρες ποτέ δεν το προλαβαίνω ανοιχτό, στο κρεοπωλείο, γιατί τα παιδιά και ο Νίκος, ο άντρας μου, θα θέλουν κάτι πιο σπέσιαλ για το κυριακάτικο τραπέζι, στο μανάβη, γιατί η λαϊκή έχει την ιδιοτροπία να  λειτουργεί μόνο πρωί που εγώ τραβιέμαι σαν το λάστιχο στις ξένες οικοδομές και αργότερα στο κομμωτήριο, γιατί μια γυναίκα καριέρας πρέπει πάντα να είναι προσεγμένη, αλλιώς δεν την παίρνει κανένας σοβαρά υπόψη. Έπειτα σπίτι, να αντιμετωπίσω τις δυο κόρες μου που με το πιο γλυκό τους ύφος, αυτό που κάνει όλες τις μαμάδες του κόσμου να υποχωρούν σε καπρίτσια και παιδικές απαιτήσεις παρ’ όλες τις αντίθετες συμβουλές των παιδοψυχολόγων, κρεμασμένες από πάνω μου σαν σταφύλια, απαιτούν κέικ σοκολάτα με παγωτό βανίλια. Κι εγώ γεμάτη τύψεις που δεν είμαι τις καθημερινές στο σπίτι να τις υποδεχτώ με την αγκαλιά ανοιχτή όταν γυρίζουν από το σχολείο και να τους βάλω να φάνε, όπως έκανε η δική μου μητέρα, μαζεύω όλες μου τις αντοχές, κλειδώνω στο ντουλάπι της κουζίνας την ποδιά της αρχιτεκτόνισσας, της εξειδικευμένης στην βιοκλιματική αρχιτεκτονική και φοράω την άλλη, αυτή με τα απλικέ μηλαράκια στο μπούστο.

 

Σήμερα Σάββατο και πάλι λοιπόν. Σάββατο του Σεπτέμβρη με τη ζέστη να επιμένει να κρατά μακριά την υποψία του χειμώνα. Τελειώνω γρήγορα τις δουλειές του γραφείου, νωρίς είναι ακόμα, προλαβαίνω, σκέφτομαι, να πάω και το φαξ για επισκευή στον τεχνικό. Ίσως προλάβω να περάσω και από τους γονείς μου για μια ματιά, μήπως και θέλουν κάτι να τους ψωνίσω. Να πάρω σπίτι να τους πω πως έχω ξεχάσει το κινητό μου, αν θέλουν κάτι, πρέπει να μου το πουν τώρα. Το κάνω. Όλα ήσυχα. Τους ενημερώνω: « Μην ανησυχήσετε, θα έρθω το απόγευμα. Δεν έχω το κινητό. Φιλιά».

Είμαι ευδιάθετη. Παρ’ όλα αυτά είμαι χαρούμενη χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Ίσως γιατί το βράδυ θα συναντηθώ με τις φίλες μου, παλιές μου συμμαθήτριες που έχω πολύ καιρό να τις δω, ένα μικρό « κάτι» που αλλάζει την ρουτίνα του Σαββατοκύριακου.

Το κτίριο άδειο, αφού κανένα άλλο γραφείο δεν ανοίγει το Σάββατο, αναπαύεται από την καθημερινή ανθρώπινη παρουσία. « Ακόμα και τα κτίρια χαλαρώνουν, κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν πολλές ευκαιρίες », σκέφτομαι.  Ο διάδρομος και η σκάλα μοσχοβολούν καθαριστικό πατώματος. « Θα πέρασε η καθαρίστρια. Σήμερα η μέρα προσφέρεται για καθαριότητα». Τα γραφεία κλειστά, υπάλληλοι και αφεντικά, όπως εγώ, σε άλλους ρόλους . Στο ισόγειο μονάχα λειτουργεί ένα παλιομοδίτικο καφενείο, απ’ αυτά που μόνο άντρες ηλικιωμένοι πια επισκέπτονται, για να αναλύσουν την πολιτική κατάσταση. « Η μικρή Βουλή», όνομα και πράμα. Στο πατάρι του στον ημιώροφο, κάποιοι άντρες παίζουν « Θανάση» ή πόκα ενώ κάποιοι άλλοι ανάμεσα στους παίκτες, παρακολουθούν υποδεικνύοντας. Οι φωνές τους φθάνουν ως τον πρώτο όροφο που είναι το γραφείο μου, ανακατεμένες με τα δυνατά χτυπήματα από τα πούλια στο τάβλι που παίζουν κάποιοι άλλοι θαμώνες παραδίπλα, δυνατά « για να σπάσει ο τσαμπουκάς του αντιπάλου». 

 

Κλειδώνω το γραφείο. Το πάτωμα είναι ακόμα νοτισμένο. Τακ-τουκ, τα χτυπήματα από τα πούλια διαπερνούν την πόρτα επικοινωνίας του παταριού με το κλιμακοστάσιο, και μεγεθυμένα από μια σκληρόκαρδη ηχώ ταλαιπωρούν τα αυτιά μου. « Εξάρες!» Τακ- τουκ!

Με το φαξ-πολυμηχάνημα παραμάσχαλα καλώ το ασανσέρ. Σε κανονικές συνθήκες ποτέ δεν χρησιμοποιώ το ασανσέρ για να κατέβω τους δυο ορόφους, η κλειστοφοβία μου, αυξομειούμενη ανάλογα με το στρες των ημερών, με παρακινεί να κατεβαίνω πάντα από τις σκάλες. Το πολυμηχάνημα όμως που κουβαλάω είναι πολύ βαρύ για το δικό μου δέμας κι έτσι αποφασίζω να το ρισκάρω. « Ντόρτια! Α, ρε τυχεράκια!». Τακ – τουκ! Ο ήχος απ’ το τάβλι ακούγεται και μέσα στην καμπίνα του ασανσέρ. Πατάω το κουμπί του ισογείου. Το ασανσέρ υπάκουο γλιστρά προς τα κάτω. Το φαξ ασήκωτο, κάνω να το ισορροπήσω, μου γέρνει στο πλάι, το ακουστικό του πέφτει. Σφηνώνεται στο κενό ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα της καμπίνας. Ένας – δυο κραδασμοί και το ασανσέρ σταματά στο μέσο της διαδρομής. « Ασόδυο! Α, ρε τα ’κανες μασούρα ρε!». Τακ- τουκ! Πρέπει να έχει σταματήσει στον ημιώροφο, γιατί από το τζάμι της πόρτας βλέπω τοίχο και γιατί ακούω τις κουβέντες των ταβλαδόρων πιο δυνατές. Τακ-τουκ!

Μόλις  συνειδητοποίησα τον εγκλεισμό μου. Και τώρα; Τι κάνω τώρα; Η καρδιά μου επιταχύνει επικίνδυνα στη σκέψη πως μου συμβαίνει αυτό ακριβώς που πάντα φοβόμουνα. Είμαι ε-γ-κ-λ-ω-β-ι-σ-μ-έ-ν-η! Πατώ με μανία τα κουμπιά, αλλά παρ’ ότι έχω ξεμπλοκάρει το ακουστικό από το φρένο της πόρτας, το ασανσέρ παραμένει σε μια οδυνηρή ακινησία. Έχω ταχυκαρδία. Θα πεθάνω! Δίχως άλλο μου ήταν γραμμένο να έχω ένα τόσο γελοίο θάνατο. Καρδιακή προσβολή από εγκλεισμό! Χτυπώ το κουδούνι του συναγερμού. Δεν ακούω κανένα ήχο. Ακούει άραγε κάποιος άλλος; Πώς είναι δυνατόν να μην μ’ ακούει κανείς; Γιατί δεν ακούει κανείς; Αναπνέω με δυσκολία. Βρήκα κι εγώ τη μέρα να ξεχάσω το κινητό μου!

 Χτυπάω με δύναμη την πόρτα. Φωνάζω! Οι παλάμες μου κόκκινες από την προσπάθεια πονάνε, ο λαιμός μου ξερός από τη φωνή και από τη ζέστη. Να βγάλω την μπλούζα μου! « Με εφτά σου πιάνω τη μάνα!». Τακ- τουκ! Είναι κανείς εκεί έξω;

Κάθομαι στο πάτωμα. Ο διαθέσιμος χώρος είναι ελάχιστος. Ούτε λόγος ν’ απλώσω τα πόδια μου. Μου έρχεται να λιποθυμήσω! Όχι! Πρέπει να ηρεμήσω! Κλείνω τα μάτια! Προσπαθώ να αναπνεύσω αργά μπας και καλμάρω τους χτύπους της καρδιάς μου. Ας μου χρησιμεύσουν σε κάτι τα μαθήματα της γιόγκα που μανιωδώς παρακολουθούσα όταν ήμουν φοιτήτρια!  Αρχίζω και συνηθίζω στην ιδέα του θανάτου μου σ’ αυτό το αποπνιχτικό κουτί. Με το ένστικτο της επιβίωσης ανασυρμένο κακήν κακώς από το ασυνείδητό μου, καταφέρνω να επιβληθώ στο σώμα μου που είναι έτοιμο να σωριαστεί σαν άδειο σακί. Κοιτώ γύρω μπας και βρω κάτι να κάνω. Και η ελάχιστη δράση θα μου ήταν παρηγορητική τώρα. Το πάτωμα είναι γεμάτο κλωστές από τη σφουγγαρίστρα της καθαρίστριας. Μα καλά δεν βλέπει αν καθαρίζει; Να θυμηθώ να της πω να την αλλάξει. Και στο σπίτι χρειαζόμαστε καινούρια σφουγγαρίστρα. Προχθές που καθάρισα το δωμάτιο των κοριτσιών μύριζε μετά μούχλα. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή η μάνα μου έριχνε στο κουβά ξύδι. Το πάτωμα γυάλιζε αλλά μύριζε ο τόπος σαν μαρουλοσαλάτα! Έλεγα τότε πως εγώ ποτέ δεν πρόκειται να πιάσω σφουγγαρίστρα στα χέρια μου, θα σπουδάσω γιατί μισώ το σφουγγάρισμα! « Χα! Σου ’πιασα την παραμάνα!». Τακ – τουκ! Σε πόση ώρα άραγε θα μ’ αναζητήσει κάποιος;

Τα τοιχώματα της καμπίνας είναι γυαλιστερά. Εδώ η καθαρίστρια έκανε καλή δουλειά. Μονάχα δυο-τρεις δαχτυλιές διαταράσσουν την καθαρότητα της επένδυσης από βακελίτη μπεζ-σομόν. Μπορώ να δω το πρόσωπό μου στην αστραφτερή επιφάνεια. Ήμουν όμορφη όταν ήμουν πιο νέα. Έτσι έλεγαν όλοι. Τώρα δεν ξέρω. Ποιος νοιάζεται; Και είχα και πολλές κατακτήσεις στη Σχολή! Όμως εγώ είχα μάτια μόνο για το Νίκο. Όχι πως δεν υπήρξε καλός σύζυγος. Αλλά να, ποτέ δεν ταιριάξαμε σ’ ένα σωρό ζητήματα. Εμένα μου άρεσε πάντα ο κινηματογράφος και το θέατρο. Εκείνος τα βρίσκει βαρετά και προτιμά να πηγαίνουμε σε καμιά ταβέρνα. Να μιλάμε λέει. Τι να μιλάμε που όλη την ώρα γκρινιάζει για τη δουλειά του, που δεν τον συμπαθεί ο προϊστάμενος, που δεν μας φτάνουν τα λεφτά για ν’ αλλάξει πάλι το αυτοκίνητο!

« Έξι- πέντε! Η πρώτη του ατζαμή ρε! Η πρώτη του ατζαμή σου λέω!». Τακ- τουκ! Σηκώνομαι! Ξανακτυπώ την πόρτα ! την κλωτσώ μέχρι που με πονούν τα ακροδάχτυλα του ποδιού μου. Απ’ έξω κανένας ήχος. Η καθαρίστρια σίγουρα θα έχει φύγει, αλλιώς θα με άκουγε. Ένα κτίριο άδειο με τους μόνους ζωντανούς κάποιους ταβλαδόρους που εκτός του ότι είναι απορροφημένοι στο παιχνίδι έχουν και αδυναμία να πιάσουν, λόγω ηλικίας, ήχους μακρύτερους από λίγα μέτρα. Βγάζω τα ρούχα μου. Διψάω, διψάω πολύ. Ο αέρας έχει βαρύνει, κοιτάω το σώμα μου. Η κοιλιά μου πλαδαρή μαρτυρά τις απανωτές μου εγκυμοσύνες. Κι όμως όταν ήμουν μαθήτρια έλεγα πως εγώ δεν θα κάνω παιδιά. Θα γίνω συγγραφέας. Θα αφιερώσω τον εαυτό μου στο γράψιμο, αυτή την μικρή μου διαστροφή που έκανε τους γονείς μου να ανησυχούν πως έχω κάτι το μη φυσιολογικό, κάτι που μ’ έκανε αντικοινωνική, αφού κλεινόμουν με τις ώρες στην κάμαρά μου γράφοντας ιστορίες που σχεδόν τις ζούσα στο μυαλό μου. Ύστερα, φοιτήτρια, γνώρισα το Νίκο, το Νίκο με τα πιο πράσινα μάτια που είχα δει ποτέ σε άνθρωπο, με τα πιο τέλεια χέρια που είχα δει ποτέ σε άντρα και το όνειρο της συγγραφής τοποθετήθηκε δίπλα στο ράφι με τα παιδικά γάλατα.

Κοιτάζω την οροφή. Ποιος ψυχανώμαλος έβαλε καθρέφτη στην οροφή; Κοιτώντας από κάτω προς τα επάνω φαίνομαι παραμορφωμένη, με τα ρούχα μου στη γωνία σ’ έναν άτσαλο σωρό, εγώ με τα εσώρουχα, εγώ πιο ψηλή, τεράστια, μουσκεμένη απ’ τον ιδρώτα.

Θα τραγουδήσω! Να έχω ένα ήχο δικό μου! Να περιγράψω το εσωτερικό με εξωτερικό τρόπο. Όσο περισσότερο τραγουδώ, τόσο περισσότερο διψώ. Κουράστηκα να διψώ. Κουράστηκα να προσπαθώ να ξεδιψάσω με τις χούφτες! Η καμπίνα του ασανσέρ εξατμίζεται από τη ζέστη, γίνεται ιπτάμενο χαλί, πετάω μ’ αυτό πάνω απ’ την πόλη, αιωρούμαι στο χώρο και το χρόνο. Τα τοπία μου φαίνονται γνώριμα. Εδώ περνούσα παιδί τα καλοκαίρια μου. Ανεβαίνω με τα πόδια στην πλαγιά του βουνού, νύχτα, σε εκείνη τη βρύση κοντά στο χωριό των γονιών μου που μ’ άρεσε μικρή να τσαλαβουτώ. Βρίσκω το δρόμο εύκολα. Έχει φεγγάρι. Βουτώ τα χέρια μου στη γούρνα ως τους αγκώνες. Ευεργετικές οι στάλες νοτίζουν τα ρούχα μου. Πότε φόρεσα πάλι τα ρούχα μου; Πότε φόρεσα το λινό μου φόρεμα; Τι απ’ όλα όσα έπρεπε να έχουν συμβεί δεν συνέβη; « Πέντε – δύο!». Τακ – τουκ!

Θα τελειώσει το νερό κι εγώ θα είμαι ακόμα διψασμένη. Τι ώρα είναι; Η ουτοπία του χρόνου. Να θυμηθώ να σταματήσω το χρόνο.

Οι φωνές απ’ έξω μου φαίνονται γνώριμες. Η φωνή του Νίκου, η φωνή του πατέρα μου. Έχουν οι φωνές σώμα; Ή τις παράγουν κάποια φαντάσματα που παίζουν μαζί μου; Οι  φωνές περνούν τα τοιχώματα, διεισδύουν από τις χαραμάδες, με ρωτούν με αγωνία.

« Είσαι καλά; Μην ανησυχείς, θα σε βγάλουμε σε πέντε λεπτά».

Θα πρέπει πια να είναι βράδυ. Το φεγγάρι να βγήκε; Αν όχι, θα μείνω εγώ να φροντίσω τη νύχτα. Να της χτενίσω τα μαλλιά με τα δάχτυλά μου.

 

Να θυμηθώ να μάθω να παίζω τάβλι.             

 

Η Σοφία Δημοπούλου – Πύρζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η καταγωγή της είναι από τα Λουσικά, ένα μικρό χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα διατηρεί δικό της γραφείο στο Παλαιό Φάληρο. Κατά τη θητεία της στο Υπουργείο Περιβάλλοντος μελετούσε την αποκατάσταση παλιών διατηρητέων κτιρίων – καθένα με την ιστορία του, καθένα με τη δική του μνήμη. Κατανοώντας ότι ο αδυσώπητος χρόνος, γερνάει τα κτίρια όπως και τους ανθρώπους, μέσα απ’ τη συγγραφή -που ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη- προσπαθεί να τον ξορκίσει, να κρατήσει τις δικές της μνήμες ζωντανές. Ασχολείται με τον ποιητικό και διηγηματογραφικό λόγο. Έχει λάβει μέρος σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και λογοτεχνικούς διαγωνσιμούς με αρκετές διακρίσεις. Το “Lapis Lazuli, η πέτρα που λείπει” ήταν το πρώτο της μυθιστόρημα.