Πίνει λικέρ φράουλα στο σαλόνι. Κοιτάζει τα φωτάκια του καλοφτιαγμένου δέντρου της να αναβοσβήνουν δίνοντας πολύχρωμες αποχρώσεις στους άσπρους τοίχους.
Σκέφτεται χθες που χε κάνει μια βόλτα πόσο η γιορτινή ατμόσφαιρα της είχε ζεστάνει την ψυχή. Πόσο την αγαπούσε αυτή την περίοδο του χρόνου.
Χαμογελαστά πρόσωπα, φωτάκια παντού, ευχές και γλυκά. Μπόλικα γλυκά.
Δεν ήταν ευτυχισμένη. Κάθε γουλιά από το ποτό της αντιστοιχούσε και σε ένα δάκρυ.
Κάθε δάκρυ σε ότι της έπαιρνε και αυτός ο χρόνος που σε λίγο θα έφτανε στο τέλος του.
Όχι όχι δεν θα μοιρολογούσε άλλο απόψε. Δεν θα χαράμιζε άλλο χρόνο.
Κατέβασε την τελευταία γουλιά από το βαθύ κόκκινο ποτό της και κάπως ζαλισμένη στράφηκε στην εξώπορτα.
Καθώς έφευγε σκέφτηκε όλα όσα την είχε δώσει αυτός ο χρόνος και σχημάτισε ένα χαμόγελο στα υγρά της χείλη.
Είχε κάτι ανθρώπους με μιαν αγάπη ανεπιτήδευτη και κάτι στιγμές γλυκές σαν το ποτό που έπινε τούτη εδώ την νύχτα, να θυμάται.
Με αυτά θα ξεκινούσε. Μα αυτά θα χάρασσε μιαν άλλη πορεία.
Ένα καινούριο χρόνο. Μια καινούρια ζωή.