Λέξεις, κι άλλες λέξεις, κι άλλες λέξεις, κι ύστερα προτάσεις, καλοσχεδιασμένες προτάσεις που ταξιδεύουν ατέρμονα μέσα στο κεφάλι σου. Μάτια, χείλια και πάλι πίσω από κει που ξεκίνησαν. Απύθμενο βάζο γεμάτο μανόλιες και νερό πουθενά, και νερό παντού. Παντού και πάντα σε μια αστείρευτη ροή ρευστών συνειδήσεων και παιχνιδιάρικων εγωιστικών πόθων.
Κάθεσαι ανάσκελα, τα μάτια καρφώνουν ταβάνι όπως το σιωπηλό καρφάκι πίσω απ΄το κάδρο στα δεξιά σου, το κεφάλι βουλιάζει νωχελικά στο μαξιλάρι, ενώ τα άκρα σου φλερτάρουν με θάνατο σταυρωμένα αμφότερα στο ύψος του στήθους σου, κι ύστερα πιο κάτω απλωμένα σαν ξεχασμένη μπουγάδα που σχηματίζει νοθευμένη ευθεία απ΄τα γόνατα ως και τ΄ακροδάχτυλα. Μα πόσα θες να πεις; Τόσα που δεν τα χωρούν οι λέξεις. Συμβολικό κενό. Ξεθαύει το ασυνείδητο κάτι απ’ τις επιβολές σου. Κι άλλες φωνες μες στο κεφάλι σου. Κι άλλες και το στυλό πλαντάζει, ουρλιάζει, αντιστέκεται, έχει μάθει να γράφει για την πάρτη του, σόλο καριέρα, μα εσύ σαν να κάλεσες πολλούς. Προχθές έβγαλες το μαγνητάκι απ το ψυγείο. Είπες να δώσεις τέλος στη συνήθεια. Κι ύστερα άναψες τσιγάρο. Καθώς η γάτα τεντωνόταν στο παράθυρο. Ναι ναι. Έτσι έγινε. Έτσι γινόταν και πριν γίνουμε πολλοί. Μόνο που τώρα λείπει το χαρτί και το μολύβι. Και τι τα θες; Αρνί είσαι να σου χτυπάνε ταυτοποίηση; Πράσινα γράμματα σε ροδοκόκκινο δέρμα ‘’ Συγγραφέας’’.
Λέξεις, λέξεις κι άλλες λέξεις. Έβαλες τίτλο στη ιστορία;  Τη γάμησες. Ε λοιπόν τους τίτλους τους υπηρετούμε δε μας υπηρετούν κι είναι κύριε οι πιο σκληροί αφεντάδες. Σα να ψάχνεις για τασάκι εσύ τώρα. Ανοίγεις συρτάρια, παραπατάς στο ανοιχτό πλυντήριο, γαμοσταυρίζεις τη μάνα που σε γέννησε και καταλήγεις με περηφάνια να βλέπεις τον εαύτο σου στην κατακόρυφη πτώση μιας γόπας στον τσίγκινο σκουπιδοντενεκέ. Ίσως να ‘σαι και μια γόπα που πέφτει. Σβησμένη, φθαρμένη, τελειωμένη. Είχες τον τίτλο κα την προοπτική, σαν τον συγγραφέα με το μολύβι, που από συγγραφέας κατέληξε άνθρωπος, κι από τσιγάρο αποτσίγαρο. Γόπα με αυτοκτονικές τάσεις.
Γελάς και κάνεις το κεφάλι μου κουρκούτι. Ώρα σε παρατηρώ και είναι στιγμές που με μπερδεύεις. Μπερδεύεις ακόμη και μένα που περιμένω ευλαβικά μ’ ένα μολύβι στο χέρι δίχως μύτη, να ‘ρθεις εσύ μετά την έξοδο σου το βράδυ σαν καλολιμαρισμένο λεπίδι πράσινης ξύστρας και να ακονίσεις το μολύβι μου. Μάλλον δεν ξημερώνουν όλες οι νύχτες το ίδιο, στο ‘πα; Κάποιες δύουν με ήλιο κι ανατέλουν με φεγγάρι.
Κάποιες σαν τούτη ‘δω που πιάνει το μολύβι το χαρτί και του μαθάινει γράμματα ανατέλουν σίγουρα με φεγγάρι. Και ξεχνάς και ‘συ τις καβάτζες των τίτλων και ψηλαφίζεις τους φόβους σου εκεί ξαπλωτός ανάσκελα ενώ εγώ γράφω όλες εκείνες τις λέξεις που ‘χουν πιάσει εδώ και χρόνια τροχιά στο κεφάλι σου και για να φτάσουν ως τα χείλια χρειάζονται καλοξυσμένο μολύβι κι ένα φρεσκοακονισμένο ψέμα. Ίσως να μην συναντηθούμε ποτέ. Ίσως μια νύχτα να με ψάξεις στον παλιό σου καπνό. Ίσως πάλι να κρύβομαι σε καμιά γόπα την ώρα της πτώσης και να φωνάζω τις πιο όμορφες λέξεις σου.

 

Φωτογραφία John Calivas