Τρείς το ξημέρωμα. Έχω ξεμείνει από μούσα. Γεμίζω το ποτήρι παγάκια. Αδειάζω μισή μεζούρα αλκοόλ. Ίσα για τον κρότο. Παίρνω στυλό και μια στοίβα κόλλες Α4  που φυλώ κάτω από τον Λόρκα, για ώρα ανάγκης. Κατεβαίνω τις σκάλες. Χωρίς να κοιτώ γύρω μου. Αδιαφορώντας για τους κοινόχρηστους μώλωπες στους τοίχους.

Βγαίνω στο δρόμο μ’ ένα ποτήρι ουίσκι κι έναν πάκο κιτρινισμένα χαρτιά.

Έρμαιο στην πένα κάθε ξάγρυπνου γραφιά.

Αφήνω τη Γαυγαμήλων, στρίβω στην Περσεπόλεως και βγαίνω στη Γρηγορίου Αυξεντίου. Κατηφορίζω επίμονα το ρεύμα ανόδου της. Μπροστά μου η πλατεία Τερζάκη. Σκυθρωπή. Απρόθυμη ν’ ασχοληθεί μαζί μου.

Στέκομαι έξω από το περίπτερο, στην τέταρτη στάση. Με πλάτη στη λεωφόρο.  Ακουμπώ το ποτήρι στο ψυγείο με τα παγωτά. Κοιτώ τη βυθισμένη βιτρίνα του κρεοπωλείου.  Πέντε λευκοί δίσκοι σε παράταξη. Στο βάθος, κρεμασμένη μια ομόχρωμη ποδιά. Ύφασμα και πλαστικό εν’ αναμονή ζεστής και παγωμένης σάρκας. Η όραση δεν φέρνει πάντα αυτό που θέλουμε να δούμε.

Αναιρώντας την επιδεικτικά, βλέπω μια μπαλαρίνα πίσω από την τζαμαρία του κρεοπωλείου.

Το σώμα της σε ορθή στάση. Οι ώμοι της τεντωμένοι. Το δεξί πόδι, υψωμένο ελαφρά, φανερώνει τις κόκκινες σόλες των πουέντ, σπάζοντας τη δικτατορία του συνοικιακού λευκού. Την παρατηρώ εκστασιασμένος. Να χορεύει. Υπό το φως λαμπτήρων εξοικονόμησης ενέργειας.

Βρήκα τη μούσα μου για απόψε.  Για αύριο έχει ο νους κρυμμένα άλλα ψέματα.

Ο ποιητής δεν λέει πάντα την αλήθεια.

Συγχώρεσε μου φίλε Λόρκα την αυθάδεια.