Κάθε φορά που φυσάει ο αέρας
τα ξεθωριασμένα παντζούρια βγάζουν κραυγές,
καθώς κινούνται με την φορά του..
Τα παράθυρα βρόμικα και σπασμένα,
το ζοφερό δωμάτιο λούζεται από φως,
η σκόνη έχει σκεπάσει τα πάντα τριγύρω και μαζί της έχει χαθεί κάθε ίχνος ζωής..
Ένας διακριτικός ήχος ακούγεται από το βάθος
νερό,τρέχει αργά,
κυλάει από το ταβάνι στο πάτωμα σχηματίζοντας μικρές λιμνούλες..
Μα εσένα σε αφήνει αδιάφορη,
κάθεσαι στην σκονισμένη καρέκλα
και δεν βλέπεις πως ο χρόνος έχει πια περάσει,
πως καθετί σημαντικό και ουσιώδες για σ ένα έχει εξατμιστεί,
μαζί με ότι αγαπάς και ποθείς..
Κρατάς την φωτογραφία του στα ροζιασμένα σου χέρια,
όποτε το βλέμμα σου περιπλανηθεί πάνω της
μια ακόμη ρυτίδα έρχεται να χαράξει,
το κάποτε πανέμορφο πρόσωπο σου..
Η φωτογραφία που μια ζωή φυλούσες με προσοχή κάτω από το μαξιλάρι σου
και που μόνο πόνο σου προκαλούσε..
Που σου θυμίζει κάθε μέρα, ώρα και λεπτό
πώς εσύ και μόνο εσύ άφησες τα πράγματα να φτάσουν ως εκεί..
Απλά παρακολουθούσες με μάτια δακρυσμένα,
τα όρνεα να κατασπαράζουν ότι πιο όμορφο θα μπορούσες ποτέ να έχεις..
και το μόνο που έκανες ήταν να οδύρεσαι βουβά..
Τότε γελάς καμιά φορά με την παράνοιά σου
και ύστερα κλαις γιατί το Αν δεν θα είναι ποτέ αρκετό..