Βγαίνω από το σπίτι βαριεστημένος,

άλλη μια μέρα σαν τόσες και τόσες βουτηγμένες στην ανία και στην πλήξη,

τότε πέφτω πάνω σ’ ένα ζευγάρι μάτια..

Μάτια άγνωστα μα ταυτόχρονα τόσο οικεία..

Το μυαλό μου άρχισε να παίρνει απότομα στροφές, κάτι έπρεπε να κάνω δεν γινόταν να την χάσω τώρα που την βρήκα..

Βγαίνω από το σπίτι με ένα τεράστιο χαμόγελο,

βρήκα χρόνο να πάω θάλασσα μόνη μου,

να χαλαρώσω..

Πόσο την αγαπώ..

μακάρι να πήγαινα συχνότερα..

Μόλις φτάνω νιώθω σαν να με καλεί κοντά της με την γλυκιά μελωδία των κυμάτων..

Θέλει να με δροσίσει με το άγγιγμα της,

να μου προσφέρει απλόχερα ευχαρίστηση,

να με κάνει να νιώσω ελαφριά σαν πούπουλο καθώς αφήνομαι και όλα τα βάρη μου χάνονται στον βυθό της..

Να παίζω με τα κύματα..

Αφού την ακολούθησα ως την θάλασσα δεν άντεξα και πήγα κοντά της..

Ήθελα να την κάνω δικιά μου..

Σε ρωτάω αγάπη μου  αν σου αρέσει η θάλασσα,

μα εσύ κείτεσαι σαν άψυχη πορσελάνινη κούκλα με την πιο γαλήνια

έκφρασή σου,

το νερό σε εξαγνίζει,

θαρρεί κανείς ότι τα κύματα σε νανουρίζουν..

Από τις πιο ευτυχισμένες μας στιγμές σκέφτομαι..

Εσύ γαλήνια και εγώ ήρεμος πια..

Θα είσαι δική μου για πάντα..

Σε αφήνω στη θάλασσα,

να σε ντύσει με φύκια,

να σου φορέσει κοχύλια για σκουλαρίκια

εσύ πιο όμορφη από ποτέ..

Έτσι θα σε θυμάμαι..

Η θάλασσα θα κρατήσει το μυστικό μας…