Χτίστηκε ο κόσμος έναν στίχο μεγαλύτερος. Έκανε απίστευτη σπατάλη ο Θεός.

 

Μια θάλασσα θα έφτανε. Να μπλέκουν απ’ τ’ αλάτι της, τα δάχτυλα στα ολόξανθα μαλλιά σου.

 

Ένα κοχύλι πράσινο, ν’ ακούν στους βράχους οι αχινοί τους χτύπους της καρδιάς σου.

 

Μια νεραντζιά επιπόλαιη, να κλέβει απ’ το μπαλκόνι τ’ άρωμά σου.

 

Ένα άστρο λινομέταξο, ν’ ανάβει απ’ τις εννιά ως το ξημέρωμα.

 

Μια μπόρα καλοκαιρινή, να στάζει κάθε δείλι στον καφέ σου.

 

Ένα ποτάμι γυάλινο, να καθρεφτίζεται τ’ αγιάτρευτο γαλάζιο των ματιών σου.

 

Μια καμινάδα φλύαρη, να τραγουδά στις σκαλωσιές του γκρίζου ουρανού σου.