Κρύφτηκε ο ήλιος.

Ξεχείλισε ο ουρανός σύννεφα,

βαριά και γκρίζα.

Αστράφτουν και βροντούν.

Μα εσύ..

ήρεμα σωπαίνεις.

Μικρός σαν άλλος Δαυίδ,

ρίχνεσαι στη μάχη.

 

Το μόνο που ψάχνεις ..

να ξετρυπώσεις τις αχτίδες του ήλιου.

Να παίξεις με το φως.

Να κάνεις το λευκό σου πιο λαμπρό,

να νικήσεις το σκοτάδι.

Σα δάκρυ όμορφης ψυχής,

σεργιανίζεις εκεί ψηλά.

Σε χαζεύω.

Περίσσιο θάρρος που χεις !

Στη μέση του γκρίζου καμβά,

ταξιδεύεις κατάλευκο και φωτεινό!

Λες κι άλλο χέρι σε ζωγράφισε.

Χαρίζεις την εικόνα σου

κι ευφραίνεις οφθαλμούς.

 

Τι γυρεύεις σύννεφό μου λευκό

μέσα στη καταιγίδα;

 

Φοβάσαι.

Τρέμεις.

Βουτάς ξανά,

πιο βαθιά στο γκρίζο.

Μοιάζει να σε πνίγει.

Αργά αργά.

Βασανιστικά.

Κι οι αχτίδες κρυμμένες καλά.

Λαβύρινθος οι ουρανοί σου.

 

Ο μίτος σ’ οδηγεί

στη χώρα της αιώνιας σιωπής.

Καταφύγιο, εκείνη, του λευκού σου.

Πιο ψηλά κι απ’ τους ουρανούς.

Εκεί που δε χωρά λιγοψυχιά.

Εκεί που το φως σε πλημμυρίζει

κι η ψυχή ανασαίνει.

 

Κι εσύ σύννεφό μου με μια μαχαιριά…

το φως σου χάρισες σ’ ένα αστέρι.

Εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες,

που οι ψυχές καθαρίζουν

και οι άνθρωποι σωπαίνουν,

να σε βλέπουν..

να θυμούνται ..