Σε τέσσερις τοίχους,
χαραγνένους με διάφανα καμπουριασμένα ρολόγια,
(από χιλιάδες σιωπές αδικοχαμένων κραυγών που κατοικούν εδώ)
ανέμιζε η φιγούρα μου.
Ντυμένη στα λευκά,
με τα χέρια δεμένα πίσω.
Όλα γύρω-τριγύρω λευκά.
Φυλακισμένες πόρτες και παράθυρα.
Κι αντί, η τυραννεμένη μου -και αμαρτωλή γι’ αυτό- ψυχή
να τα ξεκλείδωνε και να ταξίδευε μακρυά,
βυθίστηκε στο καροτσάκι της.
Κι έψαχνε ”συγγνώμες” σου για αντικλείδια.
Γι’ αυτό η επιθυμία περιπλανιόταν κάθε βράδυ,
από διάδρομο σε διάδρομο.
Σαν ανεξέλεγκτο ρυμαγμένο σκυλί
με μάτια κατακόκκινα από την αυπνία,
γύρευε τη μυρωδιά σου στα σκοτάδια,
μήπως καταφέρει να ξανακοιμηθεί.
Κάπου κάπου, την μπέρδευαν κάτι επιτήδειοι επισκέπτες.
Μα, στη χαραυγή κατέληγε πάλι στο καροτσάκι του θαλάμου της.
Έτσι, με μονάκριβη παρέα μου τη στοιχειωμένη σου παρουσία,
μέσα από τη στέγη, χάζευα γοερά
την απέραντη μελαγχολία τ’ ουρανού.
Κι έφτιαχναν τα λόγια σου ένα τραγούδι ανελέητου πόνου,
που με νανούριζε.
Η κάθε σου λέξη, ο κάθε σου στίχος,
φαντάσματα που στοίχειωσαν το μυαλό μου.
Και τ’ αυτιά μου ακούνε πια,
μονάχα αυτή τη γλυκιά, θλιβερή, μελωδία…