γράφει η Βίκυ Λιακοπούλου
Aλλά με το πρόσωπο στραμμένο για τα καλά μοχθείς μάταια πάνω στην ιστορία σου. Μέχρι που στο τέλος θα ακούσεις πώς οι λέξεις αγγίζουν το τέλος. Με κάθε κενή λέξη λίγο πιο κοντά στην τελευταία. Και μαζί με αυτές η ιστορία επίσης. Η ιστορία ενός άλλου μαζί μ’ εσένα στο σκοτάδι. Η ιστορία σου να εξιστορεί για κάποιον μαζί σου στο σκοτάδι. Και πόσο καλύτερα στο τέλος χαμένος κόπος και σιωπή. Και εσύ όπως ήσουν πάντα.
Μόνος.
Έτσι τελειώνει η Συντροφιά, το πρώτο πεζογράφημα της τελευταίας τριλογίας -ή ψευδοτριλογίας- του Samuel Beckett, που θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό του κείμενο – SAMUEL BECKETT – H Τελευταία Τριλογία, μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2016. Ξεκινάει με μια φωνή (εν αρχή ην ο λόγος) και κλείνει με μια λέξη που στέκεται στους αντίποδες του τίτλου της: μόνος. Φαινομενικά και υφολογικά υπάρχουν τρεις διακριτές φωνές, αλλά στην ουσία είναι μία: ο ατομικός πυρήνας είναι τόσο ασταθής που έχει υποστεί σχάση και διασπάται σε άλλους δύο. Στο θέατρο του μυαλού η σύγχυση προσώπων είναι επινόηση ηθελημένη. Ο Beckett αναγκάζεται να γίνει επινοητής της φωνής, του ακροατή, του εαυτού του για να έχει συντροφιά.
Δεν υπάρχει φως, μόνο σκοτάδι. Η ποιότητα του σκοταδιού αλλάζει μόνο ανάλογα με το αν τα μάτια είναι κλειστά ή ανοιχτά. Μέσα σε αυτό το ατέλειωτο σκοτάδι η φωνή κάνει απέλπιδες προσπάθειες οριοθέτησης του χώρου και του χρόνου, καταμετρά βήματα ενός σώματος που είναι τόπος δράσης, καταργεί στην αφήγησή της το παρελθόν και το παρόν. Τα θραύσματα της μνήμης γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας ξανά και ξανά, τόσες φορές που η συσχέτιση της αρχικής εμπειρίας και του μνημονικού ίχνους χάνεται γιατί το ασυνείδητο είναι ασυνεχές.
Το Άσχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο είναι ένας αποχαιρετισμός στον αποχαιρετισμό από μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η τοπογραφία εντοπίζεται στο τρελλοκομείο του κρανίου και το εγκεφαλογράφημα γίνεται σε έναν ψευτοεγκέφαλο. Κι αν στα θεατρικά του Beckett γελάμε κάποτε με την κωμικοτραγική ανθρώπινη συνθήκη, εδώ δεν υπάρχει κανένα ίχνος χιούμορ. Κανένα πλέον, επαναλαμβάνει εμφατικά.
Καμιά φορά οι λέξεις, δημιουργοί, πρωταγωνιστές και ακροατές ταυτόχρονα, φωτίζονται: Φως. Με μια λέξη που προδίδει. Εκτυφλωτική ασάφεια. Δυνατό φως τελικά. Όπου τίποτε άλλο να ιδωθεί. Να ειπωθεί. Ο Beckett κάνει έναν επιστημολογικό στοχασμό σχετικά με τη φύση της γλώσσας. Η λέξη-προδότης, υλικό σώμα που ρίχνει φως, κλείνει το μάτι στον Heisenberg. Ο πιο απλός τρόπος για να βρούμε τη θέση ενός σωματιδίου είναι να το φωτίσουμε, αλλά ποτέ δεν θα βρούμε την ακριβή του θέση, λέει η αρχή της απροσδιοριστίας. Και πώς να τη βρούμε; Σε ποια πραγματικότητα να ψάξουμε; «Πραγματικό και – πώς να ειπωθεί άσχημα το αντίθετό του; Το αντίδοτο». Το αντίθετο στο πραγματικό είναι το αντίδοτό του. Το πραγματικό δεν είναι παρά δηλητήριο.
Στο Αδιέξοδο πάλι η δραματοποίηση εστιάζει στην κλινική παρατήρηση του σώματος καθώς ο Beckett ηθελημένα αποσυνδέει τις συναισθηματικές, ψυχολογικές και μεταφορικές λεπτομέρειες. Η κλινική νευρολογική παρατήρηση της κίνησης θα καταδείξει τις γλωσσικές αναλογίες σε μια γλώσσα που έχει παθολογικές βλάβες. Η γραφή εδώ δεν χρησιμοποιεί θεραπευτικά προσχήματα, είναι μια καθαρή κλινική περιγραφή των διάσπαρτων μελών του σώματος. Ειρωνικά, ο υψηλότερος βαθμός οργανικής ενότητας επιτυγχάνεται μέσα από την αποδόμηση του σώματος και, ακολούθως, της γλώσσας σε όλες της φάσεις της λογοτεχνικής παραγωγής: συγγραφή, κείμενο και πρόσληψη.
Είναι γνωστό το ενδιαφέρον του Beckett για την ψυχολογία, την ψυχανάλυση και τη νευρολογία. Η περίοδος του Μεσοπολέμου είδε μια κατακόρυφη αύξηση νευροεκφυλιστικών περιστατικών που οδήγησε στην καταγραφή, την παρατήρηση και την ονοματολογία τους. Ο μακρύς κατάλογος περιλάμβανε μια σειρά αθέλητων διαταραχών της κίνησης, όπως η χορεία του Χάντινγκτον, η νόσος του Πάρκινσον, το σύνδρομο Τουρέτ κ.ά. Σ’ αυτό το κείμενο είναι φανερή η εκτεταμένη χρήση των κλινικών περιγραφών καθώς και η επίδραση που έχουν στη γλώσσα και τη νόηση οι εγκεφαλικές βλάβες. Ειρωνικά, λίγα χρόνια αργότερα ο Beckett θα βίωνε προσωπικά ένα είδος αφασίας έπειτα από μια πτώση που είχε στην κουζίνα του.
Η παθολογική δυσκινησία του κειμένου ανεβάζει και πάλι στο προσκήνιο την ενσαρκωμένη και υλική φύση της γλώσσας. Το γλωσσολογικό σύμπαν του Beckett είναι σύμφωνο με τη σύγχρονη κοσμολογική αντίληψη της φυσικής για το σύμπαν: είναι ανοιχτό ή κλειστό, διαστελλόμενο, συστελλόμενο ή παλλόμενο. Το σύμπαν θεωρείται αυτοδημιουργούμενο χάρη στον ενδογενή δυναμισμό της ύλης η οποία πραγματώνει μορφές στον χώρο και τον χρόνο. Η αντίθεση ύλης και κενού σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη. Η αορατότητα είναι ύλη. Το κενό θεωρείται μέσον, φορέας υπαρκτών ή δυνάμει σωματιδίων ή δεξαμενή ενέργειας. Ολόκληρο το έργο του Beckett, και ειδικά αυτή η τριλογία, μπορεί να γίνει αντικείμενο γλωσσολογικής ανάλυσης υπό αυτό το κοσμολογικό πρίσμα.
Η αφήγηση είναι τόσο κατακερματισμένη νοηματικά και συντακτικά, που έχεις την αίσθηση ότι απευθύνεται περισσότερο στο νευρικό σύστημα του αναγνώστη ή του θεατή παρά στον νου. Αν ισχύει αυτή η υπόθεση, τότε η σωματική εμπλοκή του αναγνώστη στην ερμηνευτική διαδικασία της ενσάρκωσης του κατακερματισμένου σώματος επιτυγχάνεται καθώς ο εγκέφαλος δημιουργεί καινούργιες συνάψεις στην προσπάθεια νοηματοδότησης, η οποία όμως υποσκάπτεται αδιάλειπτα. Η αφασιολογία του Beckett έχει θεολογικές καταβολές, γίνεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ενός προσωπικού Θεού κουακουακουακουα με άσπρη γενειάδα κουακουα άχρονου και άχωρου όστις από τα ύψη της θείας του απάθειας της θείας του αθαμβίας της θείας του αφασίας πολύ μας αγαπά όλους πλην ορισμένων εξαιρέσεων για λόγους άγνωστους (Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον).
Η έκδοση της τριλογίας είναι, το δίχως άλλο, εκδοτικό γεγονός. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μη γίνει ξεχωριστή μνεία στην εμβριθή εισαγωγή καθώς και στο επίμετρο του μεταφραστή Θωμά Συμεωνίδη, ο οποίος ανέλαβε ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Το ελλειμματικό συντακτικό, η αρρυθμική αφήγηση, η αντωνυμική αοριστία που επιτρέπει η αγγλική γραμματική και εκμεταλλεύεται στο έπακρο
ο συγγραφέας είναι παγίδες στο σκοτεινό δάσος του ακατονόμαστου. Να έχετε αυτό το βιβλίο δωματίου σε μιαν ακρούλα στη βιβλιοθήκη σας και, όταν είναι η ώρα, θα έρθει αυτό να σας βρει. Όπως το δάσος του Μπέρναμ που πάει να βρει τον Μακμπέθ. ©