Η μάνα μου κάθε βράδυ μ’ έβαζε για ύπνο.
Με νανούριζε η φωνή της όταν μίλαγε στον πατέρα.
Μα ένα βράδυ,
που τίποτα δεν έμοιαζε να ξεχωρίζει
από τα άλλα βράδια,
άκουσα θρόισμα λέξεων
και φτερούγισμα από περιστέρια,
και τη σιωπή από το στόμα της.
Οι λέξεις της
χαράζουν το κορμί μου˙ έχουν ζωγραφίσει
το τέλος του άγουρου στήθους μου.
Στον πίνακα του Dossi καθρεφτίζομαι —
στον ουρανό του δωματίου σκορπούν πεταλούδες.
Βίαιη γέννηση προνύμφης.
Έρπω στο κρεβάτι. Κι ενώ το σύρσιμο αυτό
μοιάζει ακόμη παιχνίδι,
την αμέσως επόμενη μέρα πρέπει να κάνω
το πιο τολμηρό πέταγμα, την πιο όμορφη κίνηση
με τα φτερά μου.
Η μάνα μου πέταξε τις λέξεις της
στο κενό. Τα μάτια της έβλεπαν
το πιο παράξενο:
το κορίτσι του χθες, μια γυναίκα
σχεδόν σαν κι αυτήν. Της ψιθύρισε:
Θα πετάξουμε μαζί.