Τόσα χρόνια μια επανάληψη.
Να καίγομαι από την φωτιά σου.
Και εσύ να μην την σβήνεις ποτέ.
Και όταν έφτασε η στιγμή να με σώσεις από το ολοκαύτωμα
Καθάρισες τις πληγές μου απρόσεκτα και βιαστικά.
Δεν σκέφτηκες πως μπορεί να πονάνε πολύ.
Γεύτηκες από τα κομμάτια μου όσο σου αρκούσε
Και ύστερα έφυγες κατακρεουργώντας με ολοκληρωτικά.
Όχι σιωπηλά. Αλλά θριαμβευτικά.
Ήθελες να συνοδεύεται από χειροκρότημα η φυγή σου.
Και εγώ τότε άδειασα.
Στις στάχτες μου βρέθηκαν και δυο τρεις όμορφες στιγμές από εκείνες που φρόντισες να σκορπίσεις.
Και θα γυρίσεις το ξέρω.
Θα γυρίσεις να δεις τι άφησες πίσω.
Για να συλλάβεις την στιγμή που θα δεις δυο υγρά μάτια. Τα δικά μου.
Μέσα από τον πόνο μου να γεννήσεις την σημαντικότητα σου.
Και αφού ικανοποιήσεις το εγώ σου και υπάρξεις δυνατός και αήττητος
Τότε το κάτι μου..
αυτό το ελάχιστο, απροσδιόριστο πράγμα που σ έφερε σε μένα
θα προσπαθείς να το αναγεννήσεις..
να το φέρεις στη επιφάνεια..
μα καρδιά μου τότε δεν θα σου ανήκει πια
θα έχει καεί στην φωτιά που μόνος σου πυροδότησες.
Γιατί έτσι συμβαίνει πάντοτε.
Έρχεται ένας άνθρωπος που μας δίνει τα πάντα, εμείς τον πατάμε κα στο τέλος γίνεται εκείνος που δεν θα ξαναβρούμε. Ποτέ, μα ποτέ ξανά.