Είπα να βρω κάτι ν’ αγαπήσω. Να πω πως πήρα κι εγώ μέρος στη ζωή.
Ταξίδεψα κάθε πεζοδρόμιο. Ολότελα λευκός. Ναρκωμένος ευπρέπεια. Αναπνέοντας στρογγυλεμένα, νόμιμα. Σε χώρους που επιτρεπόταν η ανάσα.
Γύρισα το κεφάλι σε κάθε ήχο. Έζησα πιο νεκρός από νεκρό. Συναναστρεφόμενος σώματα κλειδωμένα από μέσα. Φορεμένα σε ατσαλάκωτα κουστούμια. Ισορροπημένα σε γόβες που ιδέα δεν είχαν στιλέτο τι θα πει.
Εν τέλει, τίποτα δεν αγάπησα. Με απέρριψε η βαρύτητα.
Άλλος στη θέση μου θα πέθαινε. Ο θάνατος όμως ήθελε αρκετό ταλέντο κι εγώ δεν διέθετα καθόλου από δαύτο.
Δεν το έβαλα κάτω. Διασκέδασα σκληρά. Ήπια, μέχρι που ξεχείλισε το συκώτι μου. Ερωτεύτηκα τις πιο απείθαρχες φιγούρες γυναικών.
Τσακώθηκα με κάθε διάολο. Βλαστήμησα. Ήρθα στα χέρια με τον ίδιο τον Θεό. Ή τέλος πάντων, με κάποιον που του έμοιαζε.
Χόρτασα κόλαση. Έζησα!
Κι ας μην έμαθα ποτέ, πως βγαίνει ο ήλιος από το μετάξι.