Ξεσκισμένοι ήχοι από παράθυρα και πόρτες που άνοιγαν και έκλειναν. Το σπίτι τρίζει από κραυγές και φως που κάποτε το διέστελλε. Οι τοίχοι άνοιξαν δρόμο να τρέξει η υγρασία απ’ το ταβάνι. Τόσα χέρια πάνω σ’αυτόν τον τοίχο· γίναν ρυάκια, βουνά, λόφοι, αποτυπώματα στιγμών.

 

Υπήρξαμε λοιπόν, εδώ! Στο σπίτι αυτό που έμοιαζε να έχει παράθυρο στον ήλιο. Μα να που πια ακούω μόνο τον αέρα να χτυπά τις κουρτίνες…Που πήγαν τα παράθυρα;

 

Κάποτε μισό φεγγάρι έμοιαζε ολόκληρο κι αυτό ήταν αρκετό. Και η σιωπή μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους ήταν δεδομένη. Το δεδομένο προσδίδει μια ασφάλεια που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Πόσο ασφαλής υπήρξα σ’ αυτό το σπίτι ενώ σιγά σιγά πεθαίνω από ασφυξία;

 

Και κάθε τόσο αναρωτιέμαι που πήγαν τα παράθυρα, γιατί δεν τ’ανοίγω να σωθώ; Γιατί έμεινε μόνο ο αέρας και οι κουρτίνες;

Κάποτε, μισό φεγγάρι έμοιαζε μ’ ολόκληρο κι αυτό ήταν αρκετό.

Η υγρασία που κυλά σκεπάζει τα πόδια μου κι αρχίζει να φτάνει την κοιλιά μου. Σαν άνθρωπός που με κατέκλυσε και μπήκε μέσα μου και ζήσαμε μαζί σ’ένα σώμα, για μια και μόνο μέρα.

 

  • Όσο αντέξαμε και μετά νεκροί. –

Κάθε φορά που πεθαίνω, θέλω να με σκέφτομαι όμορφη με λυτά τα μαλλιά μου, ένα φόρεμα λευκό και λίγα λουλούδια στα μαλλιά. Μια φωτογραφία στο τζάκι. Έτσι ζωντανεύουν οι νεκροί τα πρωϊνά. Τα βράδια κοιμούνται στους εφιάλτες μας.

Σήμερα, θα μείνω στην καρέκλα καθισμένη μ’ ένα μαύρο φόρεμα και δεν θα σ’αφήνω να με δεις. Παραμέρισα όλους τους καθρέφτες. Αν έπαιζα θέατρο, θα σ’ έβαζα ν’ακούσεις τον μονόλογό μου.

Η σιωπή μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους ήταν δεδομένη.

 

Κι όμως υπήρξαμε με φως, παράθυρα, πόρτες και μια ομορφιά. Την απέραντη ομορφιά ενός ωκεανού πριν τον τσακίσουν τα κύματα.

Όταν θα ‘ρθεις, εάν έρθεις, και δεις τα μαλλιά μου να κυματίζουν στο νερό και το φουστάνι μου μαύρο ν’ επιπλέει, μην με κάνεις φωτογραφία.

Κάνε με ευχή, θύμηση, νοσταλγία.

 

 

Υ.Γ Το επόμενο σπίτι φρόντισε να έχει παράθυρα, να μην έχει θέα σε ωκεανό και να φοβάται τις σιωπές.