Καθόσουν στο ίδιο παγκάκι που κάθεσαι πάντα.
Κρατούσες παγωτό. Γεύση φράουλα.
Έτρεξα πάνω σου μα δεν με γνώρισες.
Έσμιξες τα φρύδια σου και μίκρυνες τα μάτια σου.
Δεν με ήξερες.
Γέλασα για να με καταλάβεις.
Κούνησα τα χέρια μου χαρακτηριστικά.
Δεν με κράτησες.
Έκανα να μιλήσω αλλά οι λέξεις μπλέχτηκαν, έμοιαζαν με κραυγές.
Ήταν φανερό πως τα λόγια ήταν άχρηστα.
Δεν με κατάλαβες.
Κάθισα δίπλα σου και γέμισα το παγκάκι με νότες.
Η μουσική θα βοηθούσε. Πάντα βοηθούσε.
Δεν με άκουσες.
Τώρα τα μάτια σου είχαν σχεδόν κλείσει.
Το σώμα σου είχε δεθεί.
Δεν με είδες.
Ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά σου.
Αργά, μαλακά, να μην σε τρομάξω.
Τη γεύση μου θα τη θυμόσουν.
Σηκώθηκες, χαμογέλασες, μα το βλέμμα σου με είχε ήδη ξεπεράσει.
Μου έδωσες το παγωτό σου, έγνεψες ευχαριστώ και έφυγες.
Τώρα δεν ξεχώριζα καν τη σκιά σου.
Μέχρι να χαθεί κάθε ίχνος σου, είχα κιόλας ξεχάσει.
Έμεινε η φράουλα λιωμένη στο χέρι μου και μια οικεία αίσθηση λύπης.
Αλλά δεν θυμόμουν πια.
Περίεργο όνειρο, σκέφτομαι, καθώς σε αφήνω και απόψε να βουτάς το κουτάλι σου
στο δικό μου παγωτό φράουλας.