Κάποτε μου άπλωσες το χέρι σου και

με παρότρυνες να σε ακολουθήσω.

Είδα την σπίθα μες τα μάτια σου να καίει, το βλέμμα σου να λάμπει..

Δεν μπόρεσα να αρνηθώ.

Μου πρόσφερες περιπέτεια και εγώ την ήθελα από σένα.

Με ταξίδεψες σε μέρη που δεν είχα ξαναπάει..

Θυμάμαι πάντως, ήταν μέρα ηλιόλουστη.

Με κοίταξες βαθιά στα μάτια,

τόσο που νομίζω καθρέφτισες την ψυχή σου…

και μου είπες εκείνα που δεν είχα ξανακούσει.

Μια λέξη ήρθε στο μυαλό μου καθώς τα σκεφτόμουν.

ΟΥΤΟΠΙΑ.

Οι δρόμοι μας έτυχε να μην διασταυρωθούν ποτέ ξανά από τότε.

Ίσως στο μέλλον, ποτέ δεν ξέρεις.

Παίζει περίεργα παιχνίδια η ζωή.

Μα τα μεγαλειώδη συναισθήματα  μένουν

βαθιά χαραγμένα, ριζωμένα στην ψυχή σου…

Για πάντα.