Καθόμασταν ώρες και χαζεύαμε τα άστρα. Μου κρατούσες σφιχτά το χέρι και μου ανέλυες τις ανησυχίες σου. Δεν σε κοίταγα όμως μέσα στα μάτια. Τα έβλεπα να αντικατοπτρίζονται στον νυχτερινό ουρανό, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα αστέρια. Και ήμουν ευτυχισμένος, χωρίς να κάνουμε κάτι το ιδιαίτερο ή το συναρπαστικό. Λίγος χρόνος μαζί σου ήταν για μένα η απόλυτη ευτυχία, χωρίς ακρότητες και υπερβολές. Μια αγάπη αμόλυντη από ανούσιες σκέψεις και χαζές πράξεις, με μία αφέλεια παιδική, με μία γλυκιά μελαγχολία.

Αν μπορούσα να παγώσω τον χρόνο εκείνη τη στιγμή, θα το έκανα. Γιατί τότε, είχα όλα όσα ήθελα στη ζωή μου. Είχα εσένα…

Τώρα, που κάθομαι μόνος μου και αγναντεύω τα λημέρια του έναστρου ουρανού, αισθάνομαι το χάδι σου, σαν ζωντανό ακόμα, να ανατριχιάζει το κορμί μου. Και με ανήσυχα μάτια περιπολώ ολόγυρα, μήπως αρπάξει το βλέμμα μου κάποιο αστέρι που πέφτει, για να ευχηθώ να γυρίσεις πίσω. Καμιά φορά μάλιστα προσποιούμαι, και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου, πως τα διερχόμενα αεροπλάνα μέσα στη νύχτα, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά αστέρια που παίρνουν την κατιούσα. Μία παραμυθία, για να με στηρίξω, και να ξεστομίσω μία ακόμη ευχή.

Όπως κάθε βράδυ, έτσι και τώρα ψάχνω αφορμή στις φωτεινές φιγούρες του ουρανού, μες στο σκοτάδι, για να τους ζητήσω μία χάρη: την επιστροφή σου. Βλέπεις, όταν ήμουν μικρός μου έλεγαν πως, όταν πέφτει ένα αστέρι και κάνεις μία ευχή, τότε αυτή εκπληρώνεται. Στη δική μας περίπτωση βέβαια, φοβάμαι πως και ολόκληρος ο γαλαξίας να έπεφτε στα πόδια μου, δεν θα επέστρεφες. Η αγάπη σου για μένα έχει πια τελειώσει, και εγώ σε έχασα, όπως χάνει ο ήλιος τα αστέρια στον πρωινό ουρανό. Κι ας μένω άγρυπνος τα βράδια να σε σκέφτομαι. Κι ας εύχομαι στα πεφταστέρια να σε φέρουν πίσω.

Άραγε, όταν εσύ βλέπεις αστέρια να πέφτουν από τον ουρανό, με σκέφτεσαι ή σφίγγεις το χέρι κάποιου άλλου;