Πρόσφατα, για εκπαιδευτικούς λόγους, μπήκα στη διαδικασία να εξερευνήσω τις σχέσεις που συνδέουν τις βιωματικές εμπειρίες των καλλιτεχνών με τα έργα που τελικά δημιουργούν. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό μου ερώτημα ήταν εάν οι καλλιτέχνες [σε διάφορες χρονικές περιόδους της τέχνης] αντλούν την έμπνευση τους από μια «φανταστική δημιουργική δεξαμενή» που ενδεχομένως να συνθέτει την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία τους ή εάν
«απλώς» μετατρέπουν τα προσωπικά τους βιώματα σε οπτικές συνθέσεις προσθέτοντας επιπλέον το δικό τους ξεχωριστό καλλιτεχνικό στίγμα.
Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης, η απάντηση ήρθε από ένα εξαιρετικό βίντεο που βρήκα στη σελίδα του MoMA [Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης] αναφορικά με το έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη Gordon Matta – Clark , το οποίο μεταφέρει τον θεατή σε ένα ξεχωριστό επεξηγηματικό ταξίδι για το πώς ο καλλιτέχνης [όπως και άλλοι πριν και μετά από αυτόν], συνθέτει κομμάτι – κομμάτι το προσωπικό παζλ της ζωής τους δημιουργώντας έργα τέχνης εμπνευσμένα από τις κοινωνικές, πολιτικές, γεωγραφικές και προσωπικές συνθήκες που εξελίσσονται γύρω τους.
Δες το βίντεο εδώ.
Ο Matta – Clark είναι ένας καλλιτέχνης του οποίου τα έργα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έννοια του χώρου. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Cornell από το 1962 έως το 1968, αλλά σύντομα κατάλαβε πως δεν θα γινόταν ποτέ αρχιτέκτων μιας και τον ενδιέφερε ένα μεγαλύτερο εύρος δομικών και οπτικών εξερευνήσεων και προσεγγίσεων που έτειναν περισσότερο προς τον χώρο της τέχνης και πιο συγκεκριμένα των εγκαταστάσεων.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε έναν μεγάλο αριθμό μέσω για να καταγράφει τη δουλειά του όπως το βίντεο, η φωτογραφία, κ.α. Το καλλιτεχνικό του ύφος υιοθετούσε επίσης κατά καιρούς ποικίλα καλλιτεχνικά μέσα και υλικά με την performance art, τα ready-mades αντικείμενα και τον φυσικό χώρο να αποτελούν μόλις κάποια από αυτά.
Το έργο του «Bingo» χρονολογείται από το 1974 και αποτελείται από θραύσματα κτιρίου και διάφορα άλλα βιομηχανικά υλικά. Για να δημιουργήσει το συγκεκριμένο έργο, ο καλλιτέχνη έκοψε κομμάτια από την πρόσοψη ενός σπιτιού που ήταν έτοιμο για κατεδάφιση κοντά στους καταρράκτες του Νιαγάρα στη Νέα Υόρκη. Χρειάστηκε μια ομάδα από βοηθούς και περίπου δέκα ημέρες για την «αποδόμηση» του κτιρίου.
Ο καλλιτέχνης ονόμασε το έργο του «Bingo» γιατί η πρόσοψη του σπιτιού, όταν κόπηκε σε εννέα ίσα μέρη έμοιαζε με το παιχνίδι καρτών Bingo. Στο αρχικό του πλάνο, ο Matta- Clark, είχε σκοπό να κόψει και την απέναντι πρόσοψη του κτιρίου, δημιουργώντας έναν «αρνητικό χώρο», αφήνοντας όλο το υπόλοιπο μέρος του σπιτιού άθικτο, αλλά όπως εξήγησε αργότερα ο ίδιος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του και σταμάτησε τη στιγμή που ήρθε η μπουλντόζα για την κατεδάφιση του σπιτιού.
Ο καλλιτέχνης με την δράση του αυτή κατάφερε να «επέμβει» στον χώρο αλλά και να δημιουργήσει εκ νέου έναν νέο χώρο, μέσα στο μουσείο μετουσιώνοντας τα κομμάτια του παλιού κτιρίου σε κάτι νέο, σε ένα γλυπτό έργο τέχνης.
Στους καταρράκτες του Νιαγάρα, ο καλλιτέχνης είχε πραγματοποιήσει αρκετά χρόνια πριν τη δημιουργία του συγκεκριμένου έργου το ταξίδι του μέλιτος με τη σύζυγο του. Μέσα στη δεκαετία του 1970, πολλές περιοχές της Αμερικής κατεδαφίζονταν εξολοκλήρου προκειμένου να δημιουργηθούν νέα κτίρια – μια εποχή με έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα. Όταν ο καλλιτέχνης επισκέφτηκε την περιοχή ξανά, αποφάσισε λίγο πριν τη κατεδάφιση του συγκεκριμένου σπιτιού να παρέμβει ο ίδιος δημιουργώντας έναν «αντι- χώρο» και καταγράφοντας την καλλιτεχνική του διαδικασία.
Ο ίδιος δήλωσε «Η αποδόμηση ενός κτιρίου εμπεριέχει αρκετές πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι ενάντια στο οποίο θέλω να δράσω…». Συμπέρασμα; Στην περίπτωση του Gordon Matta – Clark, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις μοντέρνων και σύγχρονων καλλιτεχνών, τα προσωπικά βιώματα γίνονται συχνά οι αφορμές για να θιχτούν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που εν τέλει μας αφορούν όλους, εμάς τους «θεατές»…