Ήταν καλοκαίρι. Τα τζιτζίκια είχαν επιδοθεί στην καθιερωμένη μεσημεριανή τους συναυλία, και ο κόσμος ησύχαζε είτε σε κάποια δροσερή κάμαρα, είτε σε κάποια σκιερή ακρογιαλιά. Μιλούσαμε ώρες ατελείωτες κάτω από τον ήλιο και οι ακτίνες του έντυναν την αγάπη και τα όνειρά μας. Ένιωθα αυτάρκης και ήρεμος, σαν τα βάσανα να είχαν εξαφανιστεί προς στιγμήν από προσώπου γης. Μετά από λίγο, ο καυτός λίβας μας έσπρωξε στη θάλασσα, και αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε μαζί μέχρι το αντικρινό νησί της Παναγίας. Ο χρόνος έμοιαζε παγωμένος και οι στιγμές καθάριες και αγνές, σαν τους θέρους των παιδικών μας χρόνων.

 

Περπατήσαμε ξυπόλυτοι πάνω στη νησιώτικη στεριά και οι βελόνες από τα πεύκα τσιμπούσαν τα πόδια μας. Οι σιωπές μας ντύνονταν με αμήχανα χαμόγελα και οι ματιές μας έπαιζαν κάτω από τις σκιές των δέντρων. Τα γαλανά σου μάτια ροκάνιζαν την καρδιά μου, και τα ξανθά σου μαλλιά ανέμιζαν σαν δραπέτισσες ηλιαχτίδες από έναν χαμένο παράδεισο. Μόλις φτάσαμε έξω από το εκκλησάκι της Παναγιάς, μου χαμογέλασες για τελευταία φορά και έπειτα χάθηκες με μιας. Κοίταξα τότε στα πόδια μου και είδα ένα φτερό, και πήρα μια υπόσχεση πως κάπου, κάποτε, ίσως σε ξαναδώ.