Το υπέροχο καλοκαίρι στο Λονδίνο φτάνει σιγά σιγά στο τέλος. Τα πάρκα αρχίζουν και αδειάζουν για ν’ ανταμώσουν το Φθινόπωρο σιωπηλά. Τα ματάκια των σκανδαλιάρηδων υπομονετικά θα περιμένουν την Άνοιξη για νέες περιπέτειες.
Αυτές τις μέρες έχω αναλάβει να βρω σπίτι για ενοικίαση σε μια οικογένεια με δυο υπέροχα παιδάκια. Η απόφαση είναι αμετάκλητη. Θα αναζητήσουν το μέλλον τους στο Λονδίνο. Το Ελληνικό εκθαμβωτικό τοπίο θα σμίξει με την καταπράσινη εμπορική αρένα της Αγγλίας. Το χρέος μου ξεπερνάει τα στενά επαγγελματικά όρια γιατί στο πρόσωπο τους θυμάμαι την δική μου αγωνία για το άγνωστο. Η γλυκιά θλίψη που σε ανταμώνει σαν πατήσεις το πόδι σου στην Λόντρα, όπως την αποκαλούσε ο Καζαντζάκης, είναι η απελευθέρωση από την σιωπηλή υποταγή σου στην ευτυχία.
Οι όροι για ενοικίαση είναι σκληροί. Ο μηνιαίος μισθός στην Αγγλία πρέπει να είναι 2,5 ή 3 φορές μεγαλύτερος από το ενοίκιο. Εναλλακτικά ζητείται εγγυητής κάτοικος Αγγλίας με εισόδημα τριπλάσιο του ενοικίου. Και αν όλα αυτά είναι μακρινά, 6 ενοίκια μπροστά μπορούν να είναι δυνατό χαρτί για την σύναψη συμφωνίας.
Εδώ το μέλλον ανατέλλει διαφορετικό. Η δουλειά και οι κόποι ανταμείβονται. Η διάθεση είναι διαφορετική. Υπάρχει κάτι στην ατμόσφαιρα που σε προδιαθέτει να σκεφτείς, να ψάξεις, να γίνεις καλύτερος σε αυτό που κάνεις. Έχεις το πλεονέκτημα του μετανάστη. Διακατέχεσαι υποσυνείδητα από την ιδέα «να τα καταφέρω». Προσπαθείς περισσότερο από τον Άγγλο. Αυτός το αντιλαμβάνεται, σε κοιτάει στα μάτια με υπερηφάνεια και φεύγει. Η μοίρα του είναι η Μεγάλη Βρετανία.
Οι Έλληνες φτάνουν σωρηδόν. Ο Ελληνισμός θα ανθίσει και μια νέα σκέψη θα πεταχτεί να ταξιδέψει πίσω. Ο πόνος είναι κάλπικος, πολλές φορές λυτρωτικός. Η νοσταλγία προσπαθεί να βατεύσει το παρόν. Άλλοτε τα καταφέρνει, άλλοτε πάλι σβήνει στα μάτια μιας όμορφης κοπέλας.
Η νύχτα σαν γλυκάνει το μυαλό πελώρια πράγματα φαντάζεται, και εγώ θα κοιμηθώ στου γιασεμιού την πόρτα.