Είναι κάτι νύχτες σαν κι αυτή, φορτωμένες μιζέρια. Έρχονται και στρογγυλοκάθονται πάνω στην ψυχή μου. Φύγετε ρε, δεν σας χρωστάω…
Βάζω να δω καμιά ταινία σαν να μην συμβαίνει τίποτα και προσπαθώ να ξεγελάσω τις σκέψεις μου. Μα αυτές οι άτιμες είναι πιο έξυπνες από εμένα. Είναι εκεί, να μου θυμίζουν όσα προσπαθώ να ξεχάσω, να ξανανοίγουν τις παλιές πληγές και να χαίρονται με το κατόρθωμα τους.
Άντε πάλι περιμένεις να ξημερώσει για να σε βρει η νέα μέρα άυπνο και ταλαιπωρημένο, στραβωμένο με τη ζωή, να προσποιείσαι ότι είσαι μια χαρά, γιατί βαριέσαι να εξηγείς. Να μην ξεχνάς να χαμογελάς ευγενικά και να γνέφεις σε ότι μπούρδα σου λένε. Θα σε γλιτώσει από μεγάλη σπατάλη σάλιου αργότερα.
Κουράστηκα. Να μιλάω άσκοπα. Να προσπαθώ να δημιουργήσω ιδανικές καταστάσεις που δεν ήταν παρά μέτριες. Κουράστηκα να σκοτώνω τον χρόνο μου παίζοντας το παιχνίδι άλλων. Είτε νικητής, είτε χαμένος, το παιχνίδι θα είναι δικό μου από δω και πέρα.
Ίσως φταίει που απομυθοποιώ το παραμύθι πριν ακόμα το ζήσω. Ίσως να έχω συνδέσει απόλυτα την αγάπη με τη ρουτίνα στο μυαλό μου. Σίγουρα τις φοβάμαι εξίσου και τις δύο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που ψάχνω, ποτέ δεν ήξερα. Ξέρω όμως ότι δεν το έψαξα ποτέ σε άλλον άνθρωπο. Τα δεκανίκια είναι για τους συναισθηματικά ανάπηρους κι ευτυχώς δεν αναγκάστηκα ποτέ να καλύψω τα κενά μου για να το παίξω άνετη και υπεράνω.
Δεν θέλω να καταλήγω πάλι σε συμπεράσματα που δεν μου αρέσουν. Θέλω απλά να περάσει αυτή η βραδιά όπως οι συνηθισμένες. Δίχως δεύτερες σκέψεις, δίχως αμφιβολίες κι ερωτηματικά. Να με πάρει ο ύπνος και μαζί όλη αυτή τη μαυρίλα.
Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Κάθε βήμα και με τραβάει προς τα κάτω..πιο κάτω…Βουλιάζω μέχρι τα γόνατα μα είμαι πολύ υπερήφανη για να ζητήσω κάποιο χέρι να με τραβήξει. Προχωράω και όσο πάω βαθαίνω περισσότερο..Φοβάμαι μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πλέον κινούμαι με μεγάλη δυσκολία. Αυτό ήταν. Λίγο πριν γευτώ τη λάσπη στη γλώσσα μου φωνάζω για βοήθεια. Μα δεν εμφανίζεται κανείς. Κι εγώ πνίγομαι. Και φωνάζω. . Γαμώτο. Ώσπου η φωνή μου δεν βγαίνει πια.