Άραγες ζουν εκείνα τα μισοτελειωμένα ποιήματα πίσω απ’ την πόρτα σου;
Αναπνέουν καθώς την ανοιγοκλείνεις;
Ο σκύλος του Γιάννη ψόφησε. Δεν νομίζω να έκλαψε κανείς. Κάποιοι στο θάνατο βρίσκουν σιγουριά, κάποιοι άλλοι αρέσκονται να θρηνούν προκαταβολικά, σαν καλεσμένοι στην ίδια τους την κηδεία. Μόνο λίγο ετεροχρονισμένα. Έχω ακούσει πολλά. Μα να προλάβεις να κλάψεις για τον θάνατό σου. Άλλο και τούτο πάλι… Να προλάβεις να κλάψεις για τον θάνατό σου. Τόσες έγνοιες και σκοτούρες και τώρα δεν πρέπει να ξεχάσω και να κλάψω. Κι όλοι εκείνοι που θα κλάψουν για μένα; ‘Η μήπως αυτούς τους ξέχασες; Θα μου αφήσουν κι από ένα λουλούδι. Δεν θέλω λουλούδια στο ‘πα; Δεν θυμάμαι αν στο ‘πα μ’αυτά και μ’αυτά. Ξεχάστηκα ζώντας και δεν στο ‘πα. Λουλούδια δεν θέλω. Γράμματα κλειστά. Αυτό θέλω, γράμματα κλειστά να σπάω τη μοναξιά μου. Τότε που τα χέρια μου δεν θα γράφουν, θα μάθουν να διαβάζουν καλύτερα από τώρα, πιο προσεχτικά. Λουλούδια δεν θέλω. Δεν είναι που μαραίνονται, είναι που κομμένα πια δεν ανθίζουν. Γράμματα θέλω, λέξεις σκόρπιες να ποτίζουν το χώμα. Τότε, τότε που δεν θα μπορώ να γράψω. Και τρύπες δεν θέλω, τρύπες στο χώμα. Το νερό φτάνει βαθιά, βαθιά δίχως τρύπες, όπως οι σκέψεις στο μυαλό. Κι η σκόνη μου, σαν σκέψεις διάσπαρτες, θα νοσταλγεί χαρτί να πάει να κολλήσει. Γι’αυτό να της γράφεις γράμματα τότε που δεν θα μπορεί με τούτα εδώ τα χέρια γράμματα να γράφει.