** Η Μυρτώ είναι ένα πραγματικό πρόσωπο που γεννήθηκε από την σιγουριά της φαντασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το πρόσωπό της ή τις καταστάσεις της είναι πέρα ως πέρα επιθυμητές γιατί όλα αυτά επιβεβαιώνουν την ύπαρξή της.
Ο απογευματινός αέρας χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα με μανία και παράκληση. Τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι· ούτε το άρωμα απ’ την απέναντι λεμονιά που άρχιζε ν’ ανθίζει.
Οι ώρες περνούσαν και η ασφάλεια που ανέδυε το μαξιλάρι της ήταν αρκετή ώστε να θεωρήσει φυσιολογική την αναβλητικότητα της. Ο αποχωρισμός του κρεβατιού ήταν πια θέμα επιβίωσης.
Σταμάτησε το χτύπημα των παραθυρόφυλλων κλείνοντας τα πια μια και καλή. Το δωμάτιο φωτίζονταν από μια μικρή λάμπα δίπλα στο κομοδίνο της, ενώ ένα βιβλίο του Μπόρχες πάλευε να μην βρεθεί στο πάτωμα. Ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μόνο οι κραυγές του παρκέ προδίδουν την παρουσία της. Η μοναξιά μετριέται σε χρόνο. Πόσος χρόνος έχει περάσει από τότε που μίλησες σε άνθρωπο; Ειδικά σ’ αυτόν που χτυπά τις πόρτες μέσα σου.
Λίγο νερό, λίγο καφέ και το φως που περνά απ’ τις χαραμάδες τυφλώνουν τη νύχτα που ζει μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Οι αποφάσεις που ζυγίζονται μέσα στο σκοτάδι και τις σιωπές, είναι αποφάσεις απελπισίας. Μα είναι αποφάσεις.
Η Μυρτώ απέφευγε μανιωδώς το κόκκινο χρώμα μα δεν ήξερε ποτέ ποιο χρώμα ήθελε στ’ αλήθεια. Η άρνηση είναι στάση, η επιλογή είναι απόφαση. Ακόμη κι αν τα ήξερε όλα αυτά η σιωπή και η απόγνωση έμοιαζαν οι μόνες επιλογές.
Η Άνοιξη είναι εδώ και η Μυρτώ που λατρεύει το γιασεμί αναβάλλει τις βόλτες της, τις συνομιλίες μα και την ίδια τη ζωή. Την αναβάλλει μα δεν γίνεται να την σταματήσει. Γι’ αυτό ένα πρωί που οι φωνές θα σωπάσουν, το σωστό χρώμα θα είναι το μωβ (από επιλογή και απόφαση) και τα παραθυρόφυλλα θ’ ανοίξουν από ανυπέρβλητη ανάγκη, θα ‘ρθει η ζωή να την συναντήσει όχι από κει που την άφησε αλλά από εκεί που είναι πια έτοιμη για να την ζήσει.
Έτσι, ένα πρωί, όπως όλα τ’ άλλα πρωινά, η Μυρτώ θα γράψει ένα ποίημα με μοναδική αφιέρωση:
“Σ’ αυτά που άντεξα να δω μα που ποτέ δεν κατάλαβα πως είδα.”