Ξημερώματα και κοιτάζεσαι ξανά στον καθρέφτη.
Κοιτάς ξανά τα μάτια σου προσπαθώντας να καταλάβεις γιατί κλαίνε.
Κοιτάζεις το πρόσωπο σου και σου φαίνεται τόσο διαφορετικό.
Δεν σου δίνει πια ζωή ούτε το χαμόγελο σου.
Η λάμψη απ’τα μάτια σου έχει σβήσει.
Γιατί;
Ύστερα κοιτάζεις γύρω σου…
Βλέπεις όλη την ασχήμια του κόσμου.
Όλη τη θλίψη,την πείνα και την αδικία.
Σα να αρχίζεις να καταλαβαίνεις λίγο γιατί είσαι έτσι.
Αρχίζεις και νιώθεις εκείνο τον εαυτό σου,που τα βράδια είναι πνιγμένος στο αλκοόλ.
Καταλαβαίνεις γιατί έχεις ξεχάσει να ζεις.
Και; Και που βρήκες την αιτία; Τι άλλαξε;
Ίσως για λίγο να χαμογελάσεις,να ζήσεις.
Μα το βράδυ πάλι θα πιεις να ξεχάσεις.
Θα κοιτάς τους άσπρους τοίχους ψάχνοντας για κάτι.
Δε θα βρεθεί τίποτα φυσικά.
Δε θα σε αγκαλιάσει τίποτα για να νιώσεις για λίγο Άνθρωπος.
Εσύ. Εσύ και η σκιά σου.
Η μόνη παρέα πια. Ακόμη και η ψυχή σου σε εγκατέλειψε.
Δε νιώθεις. Τίποτα,παρά μόνο το κενό.
Το νιώθεις τόσο δυνατό,το νιώθεις να ταράζει όλο το μέσα σου.
Πρέπει να ηρεμήσεις. Μα πως; Δε ξέρεις πλέον.
Ίσως κάποια μέρα μάθεις,ίσως και να χαθείς έτσι. Μισός…