Σούρουπο.
Σ’ εκείνο το μπαλκόνι
φυλακισμένο.
Όλος του ο κόσμος
μετρημένος σε λίγα πλακάκια.
Ξεγελάστηκε.
Ζωγράφισαν τη φυλακή του
με πολύχρωμους ουρανούς.
Πότε λευκούς και πότε γκρίζους.
Άλλες φορές πάλι μ ‘ένα δάκρυ
ξέβαφαν κόκκινο και μαβί.
Χρόνια τη χάζευε
από ‘κείνο το μπαλκόνι.
Μέχρι που μια μέρα, γεμάτη ήλιο,
ένα σφύριγμα μπερδεύτηκε
στα γέρικα αυτιά του.
Σαν λυγμός.
Λυγμός βαθύς κι αβάσταχτος.
Παγιδεύτηκε στον αέρα
και πάσχιζε να φτάσει
μέχρι τη φυλακή του.
Ένιωθε να πέρασε καιρός,
μα ήταν μόνο μία μέρα.
Άκουγε το μοιρολόι της.
Δείλιαζε ν’ αφήσει
τους πολύχρωμους ουρανούς του
για να ταξιδέψει κοντά της.
Κι όπως ο χρόνος έτρεχε
μπροστά στα μάτια του,
παραπάτησε μισή στιγμή
και στάθηκε.
Φτερούγισαν οι αμφιβολίες, μακριά.
Τίποτε δε το κρατούσε πια.
Ήταν ώρα.
Ταξίδευε με μανία σ’ άγνωστη πορεία
αγγίζοντας απαλά την άμμο.
Ονειρευόταν εκείνη τη μισή στιγμή
που θα την ακουμπήσει,
να τη παρηγορήσει.
Και κάπως έτσι
εκείνο το απόγευμα του Ιούλη
το βαθυκόκκινο σούρουπο
έγειρε στην αγκαλιά της θάλασσας.