Από μικρός παρακολουθούσα την μητέρα μου όταν έπλεκε. Καθόμουν απέναντί της και χάζευα την ταχύτητα με την οποία δούλευαν τα χέρια της, πώς γλιστρούσε το νήμα στα δάχτυλά της, πώς το πέρναγε μες τις βελόνες και το μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο.
Μια καλή – μια ανάποδη… Σαν τη ζωή σκεφτόμουν. Πότε έτσι και πότε αλλιώς. Μια μας έρχεται το καλό και μια μας φεύγει πίσω. Δύο καλές – δύο ανάποδες, κι αυτό μες το πρόγραμμα είναι, ακόμα πιο πλούσια η χαρά και πιο γεμάτη η λύπη. Τι γίνεται, την είχα ρωτήσει, όταν πλέκεις μόνο καλές βελονιές; Κι αυτό γίνεται, αλλά δεν το χρησιμοποιώ συχνά, είχε απαντήσει, είναι απλό σχέδιο, δεν έχει ενδιαφέρον. Αν δεν έχει ποικιλία η πλέξη, δε σου γεμίζει το μάτι. Αν το αποτέλεσμα είναι τόσο κενό, δεν εκτιμάς τον κόπο σου το ίδιο με εκείνο που σε παίδεψε περισσότερο. Εκείνο που, επειδή σε πήρε η ταχύτητα και πέρασες δυο βελόνες λάθος, σε έκανε να το ξηλώσεις ξανά και ξανά μέχρι να το φτάσεις εκεί που θες, στο στόχο τον δικό σου. Και πρόσεξε, συνέχισε, το ίδιο ισχύει και για εκείνα που είναι φτιαγμένα μόνο από ανάποδες. Αν το προσέξεις, είναι η άλλη πλευρά, του ίδιου πλεκτού.
Συνέχιζε να τραβάει το νήμα και να κάνει τις βελόνες να χορεύουν στα χέρια της. Το κουβάρι πλάι της, σε κάθε απαλό της τράβηγμα, ξετυλίγονταν και έφερνε μια γύρα προσθέτοντας στο πλεκτό άλλη μια σειρά. Κι αν τύχαινε μες τις σβούρες του και μπερδεύονταν, άφηνε τις βελόνες στην άκρη, και υπομονετικά έλυνε τον κόμπο. Συνέκρινα τον εαυτό μου μαζί της και συνειδητοποιούσα πόσο μου έλειπε εμένα η υπομονή να ξεμπερδεύω τους κόμπους στο κουβάρι της ζωής μου. Πόσες ψαλιδιές είχα κάνει μες την πορεία μου, πόσες πληγές είχα ανοίξει… Αν μπορείς, πάντα να λύνεις τους κόμπους σου, μου έλεγε, να το προτιμάς. Πάντα φαίνεται στο τελικό αποτέλεσμα ο κόμπος, στέκει σα σκληρό σημάδι, ακόμα κι αν τον κόψεις και ενώσεις τις άκρες του νήματος, ακόμα κι αν τον κρύψεις έντεχνα μέσα σε μια πλέξη, εσύ θα την ξέρεις τη ζημιά. Κι όχι τίποτα άλλο, είναι δικό σου το ρούχο, εσύ θα το φοράς, κρίμα δεν είναι;
Μια καλή – μια ανάποδη. Πόση υπομονή και εξάσκηση μέχρι να μάθεις να κάνεις τις βελόνες σου να χορεύουν. Μέχρι να φτάσεις να πιάνεις το κουβάρι και να του δίνεις μορφή και σχήμα, πάνω στα μέτρα σου και τις επιθυμίες σου. Να ξέρεις να μετράς πόντο τον πόντο τις χαρές και τις αναποδιές και να τις αναγνωρίζεις. Και αν πάρεις κάτι λάθος, να έχεις τα κουράγια να το ξηλώσεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να το πιάσεις πάλι απ’ την αρχή. Μια καλή- μια ανάποδη…