Ο Αντώνης άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε το ταβάνι. Σηκώθηκε αθόρυβα και μισάνοιξε τις κουρτίνες. Ένα ηλιόλουστο πρωινό με μια υποψία συννεφιάς, που δρόσιζε την καλοκαιρινή κάψα. Είδε το αδειανό κρεβάτι. Μια ανεπαίσθητη ζαλάδα του θύμισε τη χτεσινή νύχτα. «Δε θα ξανά πιώ λευκό κρασί, με ζαλίζει», σκέφτηκε, «αυτός ο Τόμσεν φταίει που με αναγκάζει να τον πηγαίνω σε φτηνοταβέρνες για να του δείχνω ότι είμαστε φτωχοί. Ποιος ξέρει τι καταπότια μας ποτίσανε πάλι χτες».

 

Μπήκε στο μπάνιο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του να συνέλθει. Σκουπίστηκε, φόρεσε ένα τισέρτ με το σήμα της ΕPT, «καλά που βρέθηκε αυτό εδώ; Πρέπει να έχει ξεμείνει από πρόπερσι τουλάχιστον». Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα.

Η φωνή της συζύγου του τον υποδέχτηκε στο ισόγειο, «ξύπνησες μωρό μου; θες το καφεδάκι σου;», «Ναι» της αποκρίθηκε, εκείνη κάτι είπε στα ταϊλανδέζικα και χώθηκε στην κουζίνα. «Άκου μωρό μου τον πρωθυπουργό, σκέφτηκε, ευτυχώς που είμαστε μόνοι μας».

 

Στο τραπεζάκι του καναπέ τον περίμεναν στοίβα οι κυριακάτικες εφημερίδες. Κοίταξε τα dvdκαι τα cdαπό τις συσκευασίες τους. «Τίποτα δεν έχουν πάλι, όλο τα ίδια και τα ίδια, γεμίσαμε σαβούρα.»

Άνοιξε την τηλεόραση στην ΕΤ1. Η γνώριμη κατανυκτική μουσική γέμισε το χώρο. «Το πιο ήρεμο ξύπνημα το κάνω με το Αρχονταρίκι, συλλογίστηκε, αν δεν ήταν κι αυτό θα το έκλεινα το ρημάδι το κανάλι». Η σεβάσμια μορφή του πατέρα παρουσιαστή γέμισε την οθόνη. Ο Αντώνης έκοψε το εκπτωτικό κουπόνι για το σουπερμάρκετ από το Πρώτο Θέμα. Ξεχωριστά και το άλλο για το απορρυπαντικό. Ακολούθως έκοψε το αντίστοιχο από το Έθνος, όταν η μυρωδιά του ελληνικού καφέ επάνω στον ασημένιο δίσκο, με το παγωμένο ποτήρι νερό και το πρωινό λουκουμάκι ευωδίασε το σαλόνι.

 

Δεν είχε προλάβει καλά καλά να πιει την πρώτη γουλιά όταν χτύπησε το προσωπικό του κινητό. «Θα τον χέσω πρωί πρωί, ακόμα δεν ξύπνησα, έλα Σίμο», απάντησε σύροντας την ηλεκτρονική μπαρίτσα. «Καλημέρα κύριε πρόεδρε, πως είστε;», «Βρε αϊ συχτήρι λέγε τι θες», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του όταν η εικόνα στην τηλεόραση κόπηκε και στη θέση του μια ανακοίνωση της Ποσπέρτ μπούκωσε την οθόνη. «Στα κρατικά κανάλια κύριε πρόεδρε κατεβαίνουν πάλι σε απεργία», «φτου γαμώτο τα αριστεροπασόκια, καλά τι κάνετε ρε τόσον καιρό, που θα πάει αυτή η κατάσταση, τι άλλο θέλουν επιτέλους, δε φτάνει που τους έχουμε αφήσει απείραχτους, πότε θα δω τα καινούρια επεισόδια του Με Αρετή και Τόλμη ρε  Σίμο να ξεχαστώ λιγάκι, ε;». «Έχουν φύγει πολλοί συμβασιούχοι και αναγκάζονται οι μόνιμοι να καλύπτουν τα κενά και έχουν ξεσηκωθεί κύριε πρόεδρε», «εγώ φταίω που δεν τους κάνω απόσπαση στα σκουπιδιάρικα! κατάλαβες;, πάρε μου το Βαγγέλα, μπρος».

 

Τι ήθελε κι έμπλεκε; Το βλέμμα του έπεσε σε μία κάρτα που του είχε στείλει ο Γιώργος από το Εδιμβούργο. Καλά εσύ την έκανες νωρίς, συλλογίστηκε. Ξαναχτύπησε το προσωπικό τηλέφωνο. «Έλα ρε Βάγγο καλημέρα, ναι, ποια ταβέρνα; άσε πήγαμε χτες σε ένα κουτούκι με την Τρόικα, τους έβαλα και πλερώσαμε όλοι ρεφενέ, αμ πως, όχι θα δεις τι περνάμε κύριε, πότε να πάμε ρε στη Μεσσηνία; αμ εγώ να δεις πως το περιμένω, έρεψα στα αθηναϊκά τσιμέντα, καλά θα σε πάω για γουρνοπούλα θα τρελαθείς, ποιο; όχι ρε αυτό στη στροφή δεν έχει καλή, θα σε πάω εγώ συστημένα σε μέρος άλφα κλας! Λοιπόν άκου ρε, αυτοί στη ΕΡΤ πάλι απεργούνε, ναι, θα τα κλείσω όλα ρε, τι οι δικοί σου; Ε, όπου να’ ναι θα βγούνε στη σύνταξη και οι δικοί σου και οι δικοί μου, το θέμα είναι ότι ο Αλεξάκος υπόσχεται διορισμούς ρε, πρέπει να του κόψουμε τη φόρα, ναι, ναι, θυμάσαι μια παλιά γελοιογραφία του Ιωάννου, που έδειχνε,  τον Αντρέα να καίει τα δάση της χώρας μόνος του, τότε που λέγανε ότι τα καίγανε οι Τούρκοι, και αυτός έκανε το σύστημα του Κολοκοτρώνη; ε, αυτό, θα τα κλείσω όλα, και της Βουλής και όλα, ποια Κυριακή στο χωριό βρε, τελειώσαν τα χωριά, όπου ήταν να πάνε πήγανε, λοιπόν εσύ θα κάνεις τον ανήξερο, μη σε νοιάζει, τους δικούς μου θα τους βάλω αλλού, έλα γεια, και που ‘σαι, να μου επιστρέψεις το βιβλίο που σου δάνεισα για τον Παΐσιο εντάξει; μη νομίζεις ότι το έχω ξεχάσει», έκλεισε το τηλέφωνο, «λαμόγιο, πας να μου φας το βιβλίο, δε σε ξέρω νομίζεις».

 

Στην τρίτη γουλιά καφέ ήταν ο κυρ Φώτης. Μπλα μπλα μπλα δημοκρατία, μπλα μπλα μπλα πολυφωνία, μπλα μπλα μπλα οι δικοί μας, τον τακτοποίησε κι αυτόν.

 

«Ποιος τον ακούει τώρα τον Πάνο που δε θα έχει που να δείξει τα βίντεο του Υπουργείου με το μπριγιόλ λαμπίκο. Μήπως να του πω να τα προβάλει στον κήπο του Μεγάρου; Θα δούμε». Σήκωσε το ακουστικό. «Έλα Σίμο τα κλείνουμε όλα, ναι ρε, όλα, τι πότε; αύριο ξέρω γω; ε, τι να σου πω, βάλτην κάπου αλλού, κάπου θα βρεις, ποιες δηλώσεις; ε, τα γνωστά θα πεις, η συγκυρία, η τρόικα που επιμένει και τα λοιπά και τα λοιπά, η Βουλή; Α, ναι και της Βουλής να κλείσουμε, ξέρω θα μας πρήξει ο Κακλαμάνης, ωωωχ, λοιπόν βγάλε το διάταγμα κι εξαφανίσου κανένα διήμερο μέχρι να καταλαγιάσει το θέμα, τι; Ε βέβαια θα φτιάξουμε καινούρια ρε, έτσι θα μείνουμε; Όνομα; Δεν το έχω σκεφτεί, για πες καμιά ιδέα…Νερτ; Σαχλαμάρα είναι, άλλο; Ντερτ; Ωχ με ξανάπιασε ο πονοκέφαλος, Υενερτ; Μμμ, δεν είναι κακό, έχει και μια κάποια νοσταλγία, άστο θα το σκεφτούμε με τη  ησυχία μας αυτό, ναι μόλις το γράψεις στείλτο στο Στούρνι και πάρε με έλα γεια».

 

Ξανάκλεισε το τηλέφωνο. «Λιώνουν τα νιάτα μου στα τηλέφωνα», μιζέριασε. Θυμήθηκε την Πύλο και τα πανηγύρια της τα καλοκαίρια με τα φρέσκα παστέλια που έτρωγε μικρός. Άνοιξε το τουήτερ, το λογαριασμό που είχε με ψευδώνυμο, έγραψε ένα μηνυματάκι: «Ποιότητα πλέον μόνο στα κρατικά κανάλια, έλεος με το κιτσαριό των ιδιωτικών!».

 

Πάτησε send. Χαμογέλασε. «Μερικές φορές γίνομαι πολύ κακός, το ξέρω», σκέφτηκε και έφαγε το λουκουμάκι του.

 

Twitter: Nikos Orfanos