Είχαμε μείνει πια μόνες στην παραλία. Παραδέχομαι πως την είχα εγκαταλείψει στα κουβαδάκια της κι είχα δίχως τύψεις πολλές, επιστρέψει στο βιβλίο μου, μου είχε δώσει άλλωστε την συγκατάθεσή της. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πλαγιάζει, η θάλασσα χρύσιζε στο χάδι του, το λιοπύρι είχε πια υποχωρήσει κι ένα ελαφρύ αεράκι νόμιζε πως μπορούσε να δώσει πνοή στην άμμο, δικαίως. Τη λατρεύω αυτή την ώρα!
Σε λιγάκι σηκώθηκε, ξεπλύθηκε, ήρθε στις ξαπλώστρες μας, πήρε την πετσέτα της και σκουπίστηκε καλά. Διόρθωσε με σχολαστικότητα την άλλη, την απλωμένη στην ξαπλώστρα, τη στεγνή, που ο αέρας είχε διπλώσει την άκρη της, άλλαξε καπέλο, με κοίταξε χωρίς να μου μιλήσει, πήρε κι εκείνη το βιβλίο της από την τσάντα, μισοξάπλωσε, σταύρωσε τα πόδια της, κοίταξε τον ήλιο με μια γκριμάτσα και αναστέναξε με ευχαρίστηση.
«Πόσες φορές το έχεις διαβάσει, είπαμε;» με ρώτησε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από τον ήλιο.
«Πολλές!» της απάντησα.
«Γιατί;»
«Εσύ γιατί διαβάζεις ξανά και ξανά τα βιβλία που αγαπάς;»
«Δεν τα διαβάζω… αφού ξέρεις πως δεν μπορώ να διαβάσω ακόμα! Είμαι μικρή!»
«Σου τα έχω εγώ διαβάσει τόσες φορές που τα ξέρεις απέξω! Είμαι σίγουρη, πως όταν μόνη σου ξεφυλλίζεις και κοιτάς τις εικόνες, τα επαναλαμβάνεις από μέσα σου!»
«Καμιά φορά βάζω και δικά μου λόγια!»
«Είδες;»
«Ναι, αλλά το δικό σου είναι διαφορετικό! Δεν έχει εικόνες και είναι πολύ μεγάλο!»
«Πώς δεν έχει εικόνες! Αμέτρητες εικόνες, πιο πολλές απ’ το δικό σου. Είναι αυτές που σχηματίζω με τη φαντασία μου, αυτές που μου περιγράφει ο συγγραφέας. Πώς φαντάζεσαι εσύ διαφορετικά λόγια πάνω στις εικόνες που βλέπεις… Έτσι!»
«Είναι όμορφες πολύ;»
«Φοβάμαι πως όχι! Όχι όλες!»
Άνοιξε το βιβλίο της να νιώσει σιγουριά. «Εμένα είναι πολύ όμορφες!»
«Καμιά φορά όμως βάζεις τις δύο νεραϊδούλες να τσακωθούν μεταξύ τους, ή να ζήσουν μια περιπέτεια με αγωνία και φόβο. Αυτό δεν είναι πάντα όμορφο!»
«Είναι διαφορετικό όμως!»
«Εννοείς έχει ενδιαφέρον!»
«Ναι!»
«Και πάντα νιώθεις περισσότερη χαρά όταν στο τέλος όλα πάνε καλά!»
«Ναι!»
«Ακριβώς!»
«Εσένα το βιβλίο σου έχει καλό τέλος;»
«Χμ! όχι όπως το εννοείς εσύ!»
«Δηλαδή;»
«Ίσως αν σου διηγηθώ την ιστορία, να μπορέσεις να διαλέξεις εσύ ένα τέλος που θα ήθελες!»
«Το βράδυ πριν κοιμηθώ! Θέλεις;»
«Σύμφωνοι!»
«Πώς το λένε το βιβλίο σου είπαμε;»
«Έγκλημα και τιμωρία! Το έγραψε ένας Ρώσος συγγραφέας που τον έλεγαν Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, πριν από 147 χρόνια!»
Γέλασε, λίγο με το όνομα, λίγο με τα χρόνια που φάνταξαν πολλά, αστεία πολλά, λίγο για να αυτοσαρκαστεί.
«Εγώ δεν ξέρω να διαβάζω Ελληνικά, άντε να μάθω Ρώσικα! Εσύ πότε έμαθες και το διάβασες πρώτη φορά;»
«Ποτέ! Είναι τόσο σπουδαίο βιβλίο που το έχουν μεταφράσει, το έχουν ξαναγράψει δηλαδή κάποιοι που ξέρουν Ρώσικα, σε άλλες γλώσσες και στα Ελληνικά! Εγώ το διάβασα πρώτη φορά όταν ήμουν 16!»
«Σε πόσα χρόνια θα είμαι 16;» Δεν περίμενε απάντηση, μέτρησε με τα δαχτυλάκια της. «11!» απεφάνθη. «Πολλά!»
«Εσύ θα το διαβάσεις νωρίτερα!»
«Πώς το ξέρεις;»
«Είσαι πιο έξυπνη από μένα!»
Χαμογέλασε. Γύρισε στο βιβλίο της, να σιγουρευτεί πάλι για τις εικόνες τις όμορφες, με μια μικρή ανησυχία ήμουν σίγουρη!
Θέλησα να κάνω μια τελευταία βουτιά. Ακούμπησα το βιβλίο στην ξαπλώστρα μου.
«Και πώς ξέρουμε πως αυτοί οι άνθρωποι λένε την αλήθεια;»
«Ποιοι άνθρωποι χαρά μου;»
«Αυτοί που ξέρουν Ρώσικα! Αφού εμείς δεν ξέρουμε, πώς είμαστε σίγουροι πως μας τα λένε σωστά;» Πάλι δεν περίμενε απάντηση! «Εγώ θα μάθω Ρώσικα…»
Ήταν αστείο! Το είχα σκεφτεί πολλές φορές μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πως θα ήθελα να έχω την πολυτέλεια της γλώσσας, να διαβάσω το πρωτότυπο από τόσα και τόσα. Να το διαβάσω πριν καν διορθωθεί.
Με ακολούθησε εκεί που έσκαγε ένα κυματάκι μικρό. Κάθισε στην άμμο κι εγώ βούτηξα προς τον ήλιο. Κολύμπησα κάτω απ’ το νερό που λαμπύριζε κι ένιωσα το μουντό χρώμα της Πετρούπολης να διαλύεται. Το σκηνικό όμως δεν χάθηκε. Τα σπίτια, οι άνθρωποι, η φτώχια, η απελπισία, το αίμα, σαν να φωτίστηκαν από ένα φως χρυσό, πανίσχυρο, σαν να ξεπλύθηκαν κι αυτά απ’ τη θάλασσα, μα καθάρισαν; Όχι! Έμειναν στην τραγικότητά τους, ακόμα πιο θλιβερά. Ανέβηκα απότομα να πάρω οξυγόνο. Την άκουσα που με φώναξε!
«Κοίτα! Κοίτα! Ο αέρας διαβάζει το βιβλίο σου!»
Ακολούθησα το δαχτυλάκι της κι είδα τις πάνω-πάνω σελίδες να ξεφυλλίζονται. Ο αέρας διάβαζε το βιβλίο μου! Γι αυτό είχε πάρει φως η Πετρούπολη. Φως πανίσχυρο, μα ανώφελο! Μάταιο!
Της χαμογέλασα! Ήθελα τόσο πολύ να τη σφίξω στην αγκαλιά μου γι αυτό που είχε πει. Κολύμπησα προς τα έξω.
Εκείνη σηκώθηκε, πλησίασε την ξαπλώστρα της κι άνοιξε και το δικό της βιβλίο στον αέρα.
«Εμένα είναι βαρύ το εξώφυλλο! Δεν ανοίγει χωρίς βοήθεια!» μου εξήγησε. «Η Αύρα είναι μικρή, δεν μπορεί να το σηκώσει χωρίς βοήθεια!»
Η Αύρα ήταν η νεραΐδα του Ανέμου. Ο Άνεμος είχε αποφασίσει να τη στείλει στη Ρωσία.
«Πώς τη λένε την κοπέλα της Ρωσίας;» με ρώτησε.
«Ο ήρωας της ιστορίας μας είναι ένας νέος άντρας! Τον λένε Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ!»
«Πφ! Δεν μπορώ να το πω όλο αυτό!»
«…τον φωνάζουν Ρόντια!»
«Και την πόλη του πώς τη λένε;»
«Πετρούπολη!»
«Ο Άνεμος στέλνει τη νεραϊδούλα του την Αύρα, να συναντήσει τον Ρόντια στην Πετρούπολη!» δήλωσε με στόμφο. Το σκέφτηκε λίγο. Χρειαζόταν κι άλλα στοιχεία.
«Πώς είναι ο Ρόντια; Πώς θα τον γνωρίσει;»
«Είναι ψηλός, αδύνατος, όμορφος, φτωχός, πεινασμένος, φοράει ρούχα κουρελιασμένα, ένα μακρύ, καλοκαιρινό, βαμβακερό παλτό και ένα γελοίο καπέλο, παλιό, τριμμένο, με τρύπες και λεκέδες, που ξεχωρίζει από μακριά!»
«Η Αύρα είναι πολύ μικρή, μα πετάει γρήγορα. Τα φτερά της είναι πιο μεγάλα από των άλλων νεράιδουλων…»
«…νεράιδων!»
«…νεράιδων και το φόρεμά της είναι μπλε και γαλάζιο. Το ίδιο και τα μαλλιά της που είναι πολλά και συνέχεια ανεμίζουν. Ακόμα κι όταν δεν φυσάει!»
Έκανε κάνα δυο βήματα πίσω και ξανακάθισε στην άμμο δίπλα μου. Μείναμε να κοιτάμε το παιχνίδι των σελίδων με το αεράκι και να περιμένουμε. Τι; Ο ήλιος έγειρε κι άλλο, έγινε πορτοκαλής, η άμμος άρχισε να κάνει σκιές. Ανατρίχιασα. Πήρα την πετσέτα μου, την τύλιξα γύρω μου, της φόρεσα ένα φανελάκι. Δεν έπαιρνε τα μάτια της από τα βιβλία. Άρχισα να μαζεύω τα παιχνίδια της. Την παρατηρούσα καθώς χάζευε την άκρη του κόλπου, εκεί που ο βράχος σκιάζε τη θάλασσα και αυτή είχε πάρει πια ένα χρώμα βαθύ σμαραγδί.
«Ο Ρόντια είναι πολύ στενοχωρημένος, ε;»
«Έχει κάνει κάτι, που κανείς δεν μπορεί να του συγχωρέσει. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί ο ίδιος να συγχωρέσει τον εαυτό του! Καταλαβαίνεις; Είναι τόσο άσχημο αυτό που έχει κάνει και έχει τόσες πολλές τύψεις, που παρακαλάει να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν!»
«Όμως, δεν είναι κακός, ε; Δεν το ήθελε που το έκανε…». Πάλι δεν περίμενε απάντηση. «Η Αύρα θα πάει στην Πετρούπολη για να τον σώσει. Θα τον πάρει από εκεί. Δεν είναι ωραίο μέρος. Θα τον φέρει εδώ. Θα του δώσει φαί και καινούρια ρούχα, θα του δείξει πόσο ζεστή είναι η θάλασσα, πως μπορεί να πλυθεί, να μην είναι βρώμικος…»
Το αεράκι σταμάτησε ξαφνικά. Το δικό μου βιβλίο έκλεισε. Το δικό της έμεινε ανοιχτό. Στην εικόνα η Αύρα, η νεράιδα του ανέμου, πετούσε με ταχύτητα ανάμεσα στα σύννεφα, τα έδιωχνε μακριά, έφερνε τις ακτίνες του ήλιου και πάλι πάνω από τα σπίτια του μικρού χωριού.
«Να, εκεί στη μικρή σπηλιά θα τον πάει. Εκεί θα τον αφήσει να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί. Αν είναι καλή μαζί του, θα είναι κι εκείνος καλός, είμαι σίγουρη!»
Κοίταξα προς τη σπηλιά! Σαν να τον είδα. Είχε βγάλει τις μπότες του και τις κάλτσες με τον αιμάτινο λεκέ. Περπατούσε εκεί που έσβηνε το κύμα και κάθε τόσο στεκόταν να απολαύσει την άμμο τη δροσερή κάτω από τα πόδια του.
Σαν ένα σύννεφο μου φάνηκε πως τον ακολουθούσε. Εικόνες η μία πάνω στην άλλη, στοιβαγμένων ζωών, μπόχας, μέθης, πείνας, εξαθλίωσης, βίας, αίματος, απόγνωσης. Μα ύστερα ήρθε πάλι μια πνοή. Σαν να μου φάνηκε πως η μικρή Αύρα πετούσε με όλη τη δύναμη των φτερών της, πάσχιζε να διαλύσει τις εικόνες, να αραιώσει το σύννεφο, να επιτρέψει στον ήλιο τον αληθινό να φωτίσει τον Ρόντια. Σαν να μου φάνηκε καθαρός, ξεπλυμένος από το φως! Σαν να μου φάνηκε…
Κατάφερα να ξανανοίξω το βιβλίο μου αργά το βράδυ. Μέχρι την ώρα που έπεσε στο κρεβάτι της ο Ρόντια είχε ξεχαστεί. Δεν μου ζήτησε καν να της διαβάσω. Έγειρε στο μαξιλάρι της αποκαμωμένη και έκλεισε αμέσως τα ματάκια της να κοιμηθεί.
Δεν γύρισα στη βεράντα, παρότι το ελαφρύ αεράκι όλο και επέστρεφε, κάνοντας τη νύχτα από τις πιο όμορφες και μυρωδάτες του καλοκαιριού. Προτίμησα να ψάξω το Ρόντια. Ήμουν σίγουρη πως αλλιώτικος θα μου φαινόταν. Ήμουν σίγουρη πως κάτι καινούριο θα είχε να μου πει. Έτσι κι αλλιώς δική μου ήταν η χώρα του, ο κόσμος του. Μου είχε χαριστεί, όπως ο κόσμος κάθε βιβλίου. Δικός μου να τον περπατήσω, να τον αγαπήσω, να τον μισήσω, να τον καταλάβω, ίσως, να με στοιχειώσει, ίσως και να τον στοιχειώσω, να τον αμφισβητήσω, να θελήσω να τον αλλάξω, να φανταστώ πως μπορώ να τον φωτίσω, να χαθώ μέσα του.
Ιεροσυλία; Ποιος τολμάει να αγγίξει τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι; Κι όμως, ευτυχώς, γι αυτό μας δόθηκε!
Σε λίγο άκουσα τα βηματάκια της στο ξύλινο πάτωμα. Την είδα στην πόρτα μου με τα μαλλιά της ανακατεμένα και το βιβλίο της αγκαλιά.
«Δεν τον θυμάμαι πώς τον λένε!» μου παραδέχθηκε με ένα ένοχο γελάκι.
«Ρόντια!» της απάντησα.
«Τον ξεχάσαμε κι έφερα την Αύρα να μείνει μαζί του για το βράδυ!»
Πήρε το βιβλίο μου, το τοποθέτησε ανοιχτό στο πάτωμα, άνοιξε το δικό της και το έβαλε δίπλα. Τους έριξε μια ματιά, να σιγουρευτεί πως ήταν όλα σωστά.
«Έτσι!» είπε στο τέλος. Ύστερα με αγκάλιασε, «Σ’ αγαπάω!» μου ψιθύρισε σφίγγοντάς με κι έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Έμεινα για ώρα με το βλέμμα στα δύο βιβλία.
Δικός μας ο κόσμος αυτός ο ίδιος και για τον καθένα μας διαφορετικός!
στη μικρή Μελίνα μου
στη Βάσω Σωτηρίου! …ξέρει εκείνη!
Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός
Facebook:Μαίρη Μανδάλη
Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη