Σε είδα
Με είδες
Και χιλιάδες χρόνια μετά, oops μια τομή, οι δύο τελείες για λίγο έγιναν μια.
Θα σε ξαναδώ ποτέ ; Θα συναντηθούμε πάλι ;
–
Διαβάζεις εκείνα τα άπειρα «μου λείπεις» απέναντι στις ερωτήσεις «σου λείπω;»
Και σα χαμένος στις σκέψεις ανοίγεις εκείνο τον φανταστικό χάρτη, με τα σχέδια πτήσης μας σε αυτό τον κόσμο, τις χιλιάδες γραμμές που αφήνουμε πίσω μας. Στους δρόμους, στις συναντήσεις, στα ταξίδια, στις εθνικές, στα λεωφορεία και τα καράβια και τα αεροπλάνα.
Εκείνες τις γραμμές: Άλλες ενωμένες με άλλες, άλλες παράλληλες, άλλες κάθετες, άλλες σε αντίθετες τροχιές. Μερικές φορές σταματημένες, σα να φαίνεται να μην πηγαίνουν πουθενά, να ξαποσταίνουν. Να χύνεται το μελάνι σε ένα σημείο να κάνει μια τελεία (από κείνες που τραβούσαμε με το δάχτυλο μικροί για να κάνουμε εκείνο το εφέ της διαβάθμισης).
Τελείες στο χάρη, άλλες σκόρπιες, άλλες ενωμένες, άλλες στις άκρες, μαραμένες, να ονειρεύονται η μία την άλλη, μέχρι την υποτιθέμενη επόμενη συνάντηση σε άλλο πλανήτη, χώρα, στιγμή, δρόμο, σοκάκι, όνειρο.
Τελείες με ζωή, ξέρεις. Σε ένα αλύπητα μουτζουρωμένο φύλλο χαρτί που ετοιμάζεται να αναποδογυρίσει και να χαθεί σε ένα άνεμο. Όχι πολύ αργά: Στο ακριβώς επόμενο αεράκι.
Μόνο για αντικατασταθεί από το επόμενο φύλλο, εκείνο το λευκό, το κενό που περιμένει τις επόμενες ιστορίες αγάπης, πάθους, λάθους να γραφτούν.