Γελάς απρόσεκτα και γέρνει το τοπίο προς το μέρος μου.

Φοράς κι αυτό το τατουάζ και χάνει η πυξίδα μου το στίγμα. Μία σε δείχνει δύση, την άλλη ανατολή.

Ο Απρίλης  ήταν ανέκαθεν καλοκαιρινός μήνας. Δεν καταλαβαίνω γιατί κουβαλάς αυτή την ομπρέλα στην τσάντα σου. Αν προκαλέσεις έστω κι ενός λεπτού βροχή – στο ορκίζομαι- μονάχη θα επωμιστείς τα νοσήλια του ήλιου.

Πέθανε χθες ο εφευρέτης του έρωτα από ευθιξία. Για τον πόνο που προκάλεσε το δημιούργημά του. Βρέθηκαν, λένε,  ίχνη μαρμελάδας στην καρδιά του.

Με τόσο ήλιο όμως ανάμεσα μας, βαριέμαι να πενθήσω τον έρωτα. Λέω να ανακρίνω, στον απέναντι τοίχο, μία μυστήρια λευκή κιμωλία.

Δίπλα σου, χάνω την αίσθηση της λύπης. Μια αφοπλιστική νεότητα ταλαιπωρεί την άρτια ανιαρή ζωή μου.  Έτσι μου έρχεται να σε αποστραφώ. Να εμπνέομαι από εσένα μόνο τη μοναξιά μου.

Μα τι τα θες; Είναι ο έρωτας έργο συλλογικό.

Τι θα έλεγες να εκμηδενίσουμε την αθωότητα ανάμεσά μας;