Χιόνιζε κι ήταν καλοκαίρι.
Εκείνος έλιωνε στα καφενεία.
Άδειαζε την καρδιά του στα τασάκια.
Όργανο επικίνδυνο. Επιρρεπές στον πάγο.
Αφόρητος τζόγος ο έρωτας.
Αφόρετο έπαθλο το χαμόγελό του.
Χιόνιζε.
Εκείνη τίναζε την αγάπη από πάνω της.
Μα αυτή επίμονη
κρυβόταν στην αραιή πλέξη
της καλοκαιρινής ζακέτας.
Λευκή ζάχαρη σε λευκή κλωστή.
Ρούχο ξεχασμένο σε ψάθινη καρέκλα.
Λάφυρο αόρατου πολέμου.
Δοκιμασμένο από πληγή σε πληγή.
Χιόνιζε.
Η γαρδένια στο άδειο κρασοπότηρο
μοσχοβολούσε
στον γκρίζο ουρανό.