Υποκρίνομαι πως γελάω …

Και αφήνω τον κόσμο όλο να εισχωρήσει μέσα μου, να πάρει ότι θέλει αδιαμαρτύρητα.

Αφήνω την μοναξιά να μου κάνει έρωτα και ο οργασμός με συνθλίβει.

Η ψυχή μου ρέει από τα μάτια μου και κάθε δάκρυ είναι και μια δίνη που με ρουφάει ολοένα και πιο πολύ.

Δεν περιμένω κανέναν να με καταλάβει, η θλίψη είναι κατακριτέα, δακτυλοδεικτούμενη.

Μεταμορφώνομαι συνεχώς αναλόγως την περίσταση. Πρόσωπο που σαν μάσκα μοιάζει περισσότερο.

Μέσα στην σιωπή υποκρίνομαι ευτυχία, μέσα στα λάθη αλήθεια και μέσα σε μένα ολοκλήρωση.

Aπόψε όλα τα ψέματα θα στήσουν χορό, θα ξεχυθούν στους δρόμους και θα φωνάζουν “σε αγαπώ”.

Aπόψε ο καθένας στο κρεβάτι του, δεν αλλάζει ποτέ τίποτα, ούτε καν η μυρωδιά στα σεντόνια.

Όλοι οι δρόμοι είναι ίδιοι, μοναχικοί και σκοτεινοί. Στην αρχή το μεθύσι σου φαίνεται γλυκό και όμορφο, μετά όμως σε αποτελειώνει και σε ρίχνει σε λήθαργο.

Και μια μέρα ξυπνάς και αναρωτιέσαι…

Πάλι τα ίδια ; Πάλι κενό ;

Eίναι επικίνδυνο να μην με βρίσκω στα μάτια σου. Θα έρθει στιγμή που θα εξαφανιστώ…

Όχι γιατί δεν ξέρεις εσύ τι θέλεις αλλά γιατί ξέρω εγώ τι θέλω.

Ένα κρεβάτι μόνο καλέ μου .. μοναξιά μου χαρίζει και πάλι. Μου θυμίζει πως μόλις σηκωθώ από αυτό είμαστε δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι.

Εσύ σκέφτεσαι και εγώ νιώθω…

Και συνεχίζω σε ένα φιλί να μου χαρίζω αυταπάτες.