Χαμήλωσε λοιπόν…

Λύγισε..

Γείρε κοντά στη γη,

εκείνη που σε γέννησε,

να τη ποτίσεις.

Μάζεψε τα σκόρπια χαρτιά

που κείτονται, εκεί στα πόδια σου,

χιλιοσημειωμένα.

Ένα – ένα έπεφταν απ’ τα χέρια

κάθε φορά που βάραινε η ψυχή σου.

Και σα σηκωθείς

καν’ τα κομμάτια.

Όσο πιο μικρά μπορείς.

Κι έπειτα..

αγκάλιασέ τα σφιχτά.

Κουβάλησέ τα..

ώσπου να συναντήσεις

καιρούς θυελλώδεις,

βαφτισμένους σ’ ανέμους δυνατούς..

Και σα βουτήξεις το χέρι στο γκρίζο

μήπως ,κατά τύχη,

ακουμπήσεις ξανά

το μπλε τ’ ουρανού,

ελευθέρωσέ τα!

Χάζεψε πως στροβιλίζονται

μισά τα γράμματα στη καταιγίδα..

Το Α και το Γ

το Π και το Η

ξεβάφουν…

χωρίζουν τη κοινή τους μοίρα

απ’ το λευκό χαρτί.

Κι οι λέξεις που σμίγουν,

πέφτουν στο χώμα

ολομόναχες ν’ αποκοιμηθούν.

Κάνουν το κύκλο τους

σκεπάζοντας με θαλπωρή

το παγωμένο σώμα σου.

Πασχίζουν να χαθούν

μεσ’ τη βροχή που θ’ ακολουθήσει.

Να στάξουν μπλε δάκρυ.

Να γίνουν κομμάτι στη ζωγραφιά του κόσμου.