Μετρούσα τα χρόνια, τους μήνες, τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα…

Μετρούσα ανθρώπους που έφευγαν -δίχως ν’αντιδρώ-.

Τα πρόσωπά τους οικεία, μα χωρίς νόημα πια.

Μετρούσα συναισθήματα, στιγμές, λέξεις, έρωτες, φιλίες, πάθη και λάθη…

-Πάλι, ξανά πάλι

Και το μέτρημα γινόταν ατέλειωτο.

Προσπαθούσα να αντιδράσω. Να δικαιολογήσω απουσίες.

Ή να δικαιολογηθώ.

Μάταια.

Και τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Λύπη. Χαρά. Οργή. Θυμός.

Κι εγώ ζούσα μέσα από αυτά. -αναπόσπαστο κομμάτι τους πια-.

Να κλάψω; Να γελάσω; Να λυπηθώ;

Και έκλαψα. Και γέλασα.

Και πόνεσα, πόνεσα, πόνεσα…

-Πάλι, ξανά πάλι

“Τα χρόνια έρχονται για να περνάνε και να φεύγουν” -μ’ αυτήν την ιδέα συμφιλιωμένη πια-.

“Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν” -όλα μέσα μου σκοτεινιάζουν και αρνούνται-.

-Μπαίνουν στις ζωές μας σαν υποσχέσεις ιδανικές -αγγίζουμε για λίγο εκείνη την αιωνιότητα της ευτυχίας-.

Σαν χάδια που θα επουλώσουν τις πληγές.

Κι ύστερα φεύγουν.

Κι ανοίγουν κι άλλες , κι άλλες , κι άλλες…

Σβησμένα αποτσίγαρα στις ψυχές

Κάτι απομεινάρια έρωτα και φιλίας για να’χουμε να λέμε

Ίχνη αγάπης που δε γευτήκαμε καλά

Δε μας χόρτασε η τόση δα αγάπη

Γιατί χάθηκε πριν γίνει.

Κι εμείς δεν αντιδράμε. Σαν να’χουμε δει ξανά το ίδιο έργο.

Και η απώλεια γεννά αναμνήσεις. Κι αυτές γίνονται τρόπος ζωής.

Για λίγο; Για πολύ;

Για όσο αντέξουμε!

Χρόνος & άνθρωποι εξισώνονται και μας δίνουν αναμνήσεις.

Ακόμα και οι ‘κακές’ έχουν μια απροσδιόριστη ομορφιά που εκτιμάμε σε βάθος χρόνου.

Εκτιμάμε αυτό που μας δίδαξαν.

Αυτό που μας έκανε πιο δυνατούς.

Αυτός είναι ο ρόλος τους. -το ξέρω καλά πια-.

Ένας φαύλος κύκλος η ζωή. Κι εμείς; Τον αντέχουμε;

Και τα χρόνια περνάνε. Και οι άνθρωποι φεύγουν.

Και η ανάμνηση είναι ο μόνος τρόπος.