Χαράκωσες τη ζωή σου

κι έσταξε όνειρο.

Όνειρο ζεστό και κατακόκκινο.

 

Το έβλεπες να κυλάει δίπλα στα γυμνά σου πόδια.

Έτρεχε ποτάμι φουριόζικο.

Κι αναρωτήθηκες.

Για μια στιγμή κάρφωσες τα μάτια σου στην άκρη του.

Εκεί που το όνειρο πάγωσε.

Σα να το περίμενες.

Σα να ήσουν σίγουρος από καιρό..

 

Ακίνητα.

Το όνειρο και το βλέμμα σου καρφί πάνω του.

Σύννεφα που ξαπόστασαν στον ουρανό σου.

Κι ετοιμάζονται.

Ετοιμάζονται για σύγκρουση με θυμό περίσσιο.

Φτύνουν κεραυνούς και ουρλιάζουν βροντές,

τάχα μου να σε τρομάξουν.

 

Μα εσύ..

γελάς δυνατά.

Σα το πιο τρελό του κόσμου.

Κι αστράφτεις !!

Να σε τρομάξουν;

Όχι! Ίσα ίσα!

 

Βρέχει.

Στέκεσαι βουτηγμένος στη γύμνια σου,

σηκώνοντας το κεφάλι όσο πιο ψηλά μπορείς.

Αντικρίζεις τα σύννεφα κατάματα.

Χαζεύεις τις σταγόνες να μαστιγώνουν το κορμί σου μια-μια.

Και συνεχίζεις να γελάς!

 

Αυτό περίμενες μια ζωή.

Τη κάθαρση!

Από το φόβο

Από τη ντροπή της γύμνιας.

Απ’ ότι περιττό.

Απ’ την ελπίδα.

Από το όνειρο!

 

Αυτό περίμενες πάντα.

Τη κάθαρση!