Κάθε φορά περιμένω να νυχτώσει για να βγω.
Μπας και τρομάξουν οι σκέψεις
απ’ τα σκοτάδια και κρυφτούν.
Πώς την βαραίνουν την ψυχή αυτές οι σκέψεις.
Πώς την κρατούνε ξάγρυπνη τα βράδια.
Πώς μουδιάζει το μυαλό όταν θυμάμαι.
Μουσική στα ακουστικά μου
κι η πόρτα κλείνει βιαστικά πίσω μου.
Εγώ εδώ στο τώρα,
το μυαλό από καιρό χαμένο,
γυρίζει πίσω
και όταν το θυμάται επιστρέφει.
Τώρα τελευταία αργεί όλο και πιο πολύ,
σαν να μην την θέλει αυτή τη διαδρομή.
Μέρα με τη μέρα με αφήνει.
Μέρα με τη μέρα κάνω βήματα μπροστά
μα καταλήγω πάλι πίσω.
Σ’ ένα νοικιασμένο παρελθόν που το κρατώ καβάτζα.
Σε ιστορίες που έχω μάθει απ’ έξω και ανακατωτά.
Κι όσο φοβάμαι το άγνωστο,
άλλο τόσο με φοβίζει το γνώριμο.
Υπόνοια συναισθήματος και τεχνητό ενδιαφέρον.
Το μόνο που μπορώ να διαθέσω αυτή τη στιγμή.
Γι’ αυτό δεν θέλω.
Ακόμα δεν έμαθα πότε να σταματάω.
Τίποτα δεν με περιμένει,
όμως εγώ πάντα κάτι περιμένω.
Μην ρωτήσεις τι,
μήπως ξέρω κι εγώ;
Το μόνο που ξέρω ότι έχω κάτι ενοχές
που με καθυστερούν από την πραγματικότητα.
Κάτι λέξεις που μου κάθονται εδώ στο λαιμό
και πνίγομαι όταν πάω να μιλήσω.
Μην απορήσεις αν σε φτύσω μια μέρα κατάμουτρα.
Επίτηδες θα είναι.
Ακούω τη σιωπή στον άδειο δρόμο,
σχεδόν κρατάω την ανάσα μου,
μην με καταλάβει και χαθεί κι αυτή.
Μου ψιθυρίζει πως είναι ώρα να γυρίσω σπίτι-
μάλλον έχει δίκιο.
Κάθε φορά περιμένω να νυχτώσει για να βγω.
Μπας και τρομάξουν οι σκέψεις
απ’ τα σκοτάδια και κρυφτούν.
Πώς την βαραίνουν την ψυχή αυτές οι σκέψεις.
Πώς την κρατούνε ξάγρυπνη τα βράδια.
Πώς μουδιάζει το μυαλό μου όταν θυμάμαι.